Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Να μιλήσω θέλω



Εφτά μικρές στεναχώριες
κουρνιάσανε πίσω από το αυτί
λίγο πιο κάτω από το λαιμό χτίσανε φωλιές
τιτιβίζανε κουνώντας το κίτρινο κορμάκι τους
τρώγανε αργά ραμφίσματα δέρμα λευκό
πόσο αποφασισμένο το άπειρο!

βοριά στείλε ένα αεράκι να περάσει και από δω

δεν μην / δέντρα μήνες ιχνεύονται
κουκκίδες χάρτη καθορίζουν λέξεις
σε δέρμα αλαβάστρινο γράφονται ερήμην
παλιές αμαρτίες νεκρές θρηνούν
σε λερωμένα από γράσο χείλη
καλύτερα απόψε να τολμούσα λίγο αίμα
παρά να μαζεύω ένα τέτοιο τίποτα
καλύτερα ν' αντάμωνα αιμοραγούσα νύχτα

άλλο τίποτα. Μονάχα να μιλήσω θέλω
γιατί κόμπους πολλούς έχω στο λαιμό
σα λευκά γάντια που παίζουν ουρλιαχτά σαξόφωνου
σα χείμαρρος δραπέτης που ξεχειλίζει φόνους
σ' ερημικά νησιά ποθώ να ναυαγήσω
την ασπρόμαυρή τους γη να κατοικώ
κει που τα χείλια βασιλεύουν πορφυρό ορίζοντα

πες μου τι ντράπηκες πιο πολύ
την επερχόμενη αυγή ή τα λευκά μου χέρια;


από την ποιητική συλλογή Με μια φλόγα όπως πάντα



Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

ελένη δήμου δως μού το μέλλον

Ένας ουρανός γεμάτος αστέρια.


Δεν με χωράει ο τόπος. Νόμιζα πως πεινούσα. Πως διψούσα. Πως νύσταζα. Νόμιζα. Παίρνω τηλέφωνο για να ακούσω μια φιλική φωνή. Δεν μου φτάνει.

Βγαίνω στο μπαλκόνι και με φυσάει αέρας παράλογα δροσερός για την εποχή. Θέλω να φωνάξω μα δεν έχω τι να πω.
Κοιτάζω τα σπίτια γύρω μου, τα περισσότερα σκοτεινά. Εύχομαι να μην πεινάει κανείς μέσα από αυτά τα παράθυρα. Εύχομαι να μην πεινάει κανείς γενικώς. Εύχομαι να ξαπλώνουν όλοι ευτυχισμένοι με ένα χέρι να τους αγγίζει τρυφερά. Εγώ το είχα και το έχασα. Ξέρω πόσο πολύτιμο είναι. Μπορώ να φανταστώ ζευγάρια, πίσω από αυτούς τους τοίχους να συνωμοτούν με τα μάτια μπροστά στο βλαστάρι τους, για να μην καταλάβει την αλήθεια, τον αγώνα τους. Μπορώ να φανταστώ γονείς να στερούνται για να δώσουν το περιττό στο παιδί τους. Τα παιδιά πρέπει να τα κρατήσουμε αθώα. Να μη στερηθούν τα παραμύθια. Εκεί είναι η ελπίδα μας. Εκεί και τα κίνητρα μας.

Κάτι τέτοιες στιγμές θα ήθελα να είχα άλλη μια κρεβατοκάμαρα. Παιδική.
Να έφευγα τώρα από το μπαλκόνι για να δω αν είναι σκεπασμένο. Να έφευγα τώρα, να το έπαιρνα στα χέρια κοιμισμένο και να ξάπλωνα πλάι του. Τους πιο όμορφους ύπνους πλάι σε μωρά τους πήρα. Υπάρχει άδειο σπίτι, όταν υπάρχει παιδί?
Τι είναι όλα αυτά βραδιάτικα? Είναι το περίφημο βιολογικό ρολόι που σκίζομαι τόσο καιρό πως δεν έχω? Είναι η μοναξιά μου? Η μήπως είναι η ανάγκη μου να δημιουργήσω έναν κύκλο καινούριο, μόνο δικό μου? Και πατέρας? Που πας κοπελιά χωρίς πατέρα?

Δεν ξέρω. Αλήθεια. Δεν ξέρω αν γνώρισα ποτέ άντρα που να ήθελα πραγματικά να κάνω τα παιδιά του. Υπήρξαν φορές που αναρωτήθηκα αν κάποια χέρια θα ήταν το ίδιο τρυφερά με τα παιδιά τους. Υπήρξαν φορές που αναρωτήθηκα πόσο καλοί πατεράδες θα μπορούσαν να γίνουν κάποιοι.

Πάντως αν αληθεύει ότι μια γυναίκα υποσυνείδητα αναζητά στο σύντροφο της έναν υποψήφιο πατέρα για τα παιδιά της, εγώ είχα αλάνθαστο ένστικτο. Κάποιοι πρώην μου έχουν γίνει υπέροχοι γονείς. Και είναι ευτυχισμένοι, με ότι δυσκολίες και υποχωρήσεις εμπεριέχει όλο αυτό. Μερικές φορές τους σκέφτομαι και λίγο ζηλεύω. Όχι πως θα ήθελα να είμαι εγώ η μητέρα των παιδιών τους αλλά να, τους ξέρω τόσο καλά, που απλά ξέρω. Ότι το βρήκαν. Αυτό που ονειρευόμασταν μαζί κάτω από ξάστερους ουρανούς. Τι όμορφες εποχές!

Τώρα εκείνοι έχουν αλλάξει προτεραιότητες. Θέλουν ασφάλεια και σφραγισμένες πόρτες για να προστατεύσουν τα πολύτιμα τους. Και εγώ εδώ. Αναπολώ ακόμα, ξάστερους ουρανούς, ψίθυρους και γέλια.
Πως με ζάλιζε ο μαύρος ουρανός γεμάτος αστέρια. Πως με γέμιζε, όταν δίπλα μου είχα τον έρωτα μου. Ας γινότανε και πανηγύρι στα εκατό μέτρα. Τι με ένοιαζε εμένα? Ότι ήθελα το είχα εκεί. Πλάι μου. Πόσα καλοκαιρινά βράδια δεν το σκάγαμε για να αράξουμε σε μια παραλία, σε ένα βουνό για να πάρουμε εκείνο το κομμάτι ουρανό που μας αναλογούσε?

Και κατά ένα παράξενο τρόπο, όσο πιο παλιά πηγαίνω, τόσο πιο καθαροί ήταν οι ουρανοί μου. Χωρίς γιατί, χωρίς αλλά, χωρίς ερωτήσεις και κυρίως χωρίς δεύτερες σκέψεις. Πόσα χρόνια αναρωτιέμαι έχω να το κάνω αυτό. Να το νιώσω? Τρομάζω με το πόσα. Εύχομαι να τον ξαναβρώ. Τον ξάστερο ουρανό. Σύντομα. Το έχω ανάγκη.

Ότι και να συμβαίνει γύρω μας, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την φυσική ροή της ζωής προς την ομορφιά. Ο καθένας από εμάς καλείται μόνο να επιλέξει με ποια ομορφιά θέλει να ζήσει. Δεν πρέπει να χαρίσουμε το κομμάτι του ουρανού που μας αναλογεί. Και εγώ θα βρω το δικό μου. Και μετά είμαι σίγουρη, όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν. Μόνα τους. Μαγικά. Όμορφα. Με πατέρα.

                                                                      (Σε κάποιες φίλες μου, που μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες.)

Το ''Μαζί''

Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε
να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτά του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας
ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιανε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναξες
"Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!Αν
κάποτε καθίσεις λίγο να ξαποστάσεις από τη μάχη σου,
θυμήσου μια λεξούλα που σου ξέφυγε.
Θα θελα να στην κρύψω ανάμεσα στις χούφτες σου
(θυμάσαι το "δαχτυλιδάκι" που παίζαμε παιδιά; )
"Μαζί". "Μαζί". Τη λένε τη λεξούλα μου τη μαγική.
Και μη βιαστείς να την πετάξεις. Μπορεί μια μέρα
να σου χρειαστεί. Πολλά φιλιά. Συχνά
όταν βρίσκομαι σε πανηγύρια, σε γλέντια,
σε πολύβουες χαρές, αισθάνομαι σα να μην έχω "εισιτήριο".
Σαν να χω βρεθεί εκεί λαθραία.
Μέχρι που μου ρχεται να το βάλω στα πόδια.
Είν αυτή η κατάρα που με δέρνει, να διαβάζω ανάποδα τον κόσμο.
Να επικεντρώνω την προσοχή μου στα υστερόγραφα.
Να μην βάζω τίτλους στα κεφάλαια.Πού
βρίσκομαι; Ρωτάς;
Σε μια έρημο και περιφέρομαι άσκοπα.
Σε λίγο θα νυχτώσει και φοβάμαι.
Μου λείπει η σιγουριά της πάχνης στο τζάμι του δωματίου μου.
Μου λείπει το κόκκινο σάλι μου.
Οι πικροδάφνες στους μεγάλους δρόμους
Οι μενεξέδες στα παρτέρια των πάρκων.
Μου λείπει η φλυαρία της μοναξιάς μου.
Ο ζεστός καφές παρέα με το φίλο μου.Τα σοκολατάκια στην παλιά φοντανιέρα της μαμάς μου.
Η μαρμελάδα από βατόμουρα.
Μου λείπει η τζανεριά στην άκρη του ακάλυπτου.
Το κλουβί με τα καναρίνια στο αντικρινό μπαλκόνι.
Η γάτα μου, η Μάργκω.
Τα χαρτιά και τα μολύβια μου
(κι ας μην κατάφεραν ποτέ να δώσουν άσυλο στην ψυχή μου).
Σε μια έρημο βρίσκομαι. Και σε παρακαλώ μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις πως είμαι ανίκανη να δώσω εξηγήσεις.
Όμως. Απ όλα περισσότερο, θέλεις να μάθεις τι μου λείπει;
Το παραμύθι.
Το παραμύθι πως μια μέρα θα βρίσκαμε μια όαση μαζί!Δε
λέω πως δεν έχεις δίκιο να πικραίνεσαι.
Γέμισε ο τόπος σαλτιμπάγκους, που ξεπουλούν
στους πάγκους τους το μέλλον σου.
Γέμισε ο τόπος καταπατητές, που μεταμφιεσμένοι
σε σωτήρες ακολουθούν σαν τα σκυλιά τα βήματά σου.
Δε λέω πως δεν έχεις δίκιο να μπλοκάρεις.
Σου σερβίρουν σε κονσέρβες αποφάσεις που δε διάλεξες.
Ψάχνουν μεθοδικά να σε απελάσουν από την ψυχή σου.
Να κρεμάσουν τα σχέδια σου ανάποδα, σαν νυχτερίδες,
στους πασσάλους που οριοθέτησαν τον ορίζοντά σου.Δε
λέω πως δεν έχεις δίκιο να φρικάρεις.
Όμως κρατήσου. Μην αφεθείς.
Τα πέντε πράγματα που κρύβεις μέσα σου, υπεράσπισέ τα.
Κάτι θα γίνει. Δεν μπορεί.
Η ζωή ποτέ δεν περιφρόνησε τους εραστές της.Και κάτι άλλο. Ίσως πιο ποιητικό.
Φύτεψε άνθη στις ρωγμές της πίκρας σου.Κι ύστερα βρες ένα μικρούλι ξέφωτο και κάθισε.
ν απολαύσεις τ άρωμά τους.
Α! Κι αν θέλεις μην ξεχάσεις πως υπάρχουν πάντα κάποιοι
που αξίζει να τους προσφέρεις ένα σου χρυσάνθεμο!Μήπως
πρέπει...Μήπως...Μια γνώμη λέω.
Να βάλεις "φραγή" σε ορισμένα πρόσωπα που σε περικυκλώνουν
και ισχυρίζονται ότι αποτελούν το πλαίσιο σου;
Την κορνίζα σου, και καλά.
(Και τι κορνίζα Θε μου! Όλο χρυσόσκονη!)
Μήπως πρέπει να απενεργοποιήσεις ορισμένα συναισθήματα,
που αποδείχτηκαν υπερβολικά και ανώφελα;
Η γενναιοδωρία, φίλε, έχει κάποια όρια. Κάποια στοπ.
Όταν τα ξεπεράσεις ξέρεις που οδηγείσαι;
Στο διασυρμό και στην αυτοκαταστροφή.
Έτσι είναι. Κι ας μη σ αρέσει να το δεις.
Αυτή
πια η ανόητη προσμονή σου,
πως οι "άλλοι" κάποτε θ αλλάξουν.
Ξέχνα την, να χαρείς.
Οι "άλλοι" την έχουν καταβρεί στην πουπουλένια σου πλατούλα.
Εσύ ν αλλάξεις ρότα. Τώρα. Αν μπορείς.
Αν δεν μπορείς τουλάχιστον μη θορυβείς.
Έχεις ακούσει μήπως για τη μητέρα Τερέζα;
Καμία σχέση!
Είναι γεγονός πως κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν
ποτέ ν απλώσουν τα "ρούχα" τους στον ήλιο, να τα στεγνώσουν.
Πάντα βρεγμένα τα φορούν.
Δεν είναι η ζωή που φταίει γι αυτό, κι ας της ρίχνουν
όλα τα βάρη.
Ούτε οι ίδιοι, βέβαια, φταίνε.
Φταίει το ότι δεν τους χάρισε ποτέ κανείς έναν ήλιο.
Έναν ολόδικό τους ήλιο.
Ν ανατέλλει, να δύει και πάλι ν ανατέλλει λαμπερός
μέσα τους.
Αλκυόνη Παπαδάκη «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή»