Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Αγάπης Τρόποι




Triantafyllo
 ΑΓΑΠΗΣ ΤΡΟΠΟΙ
Η αγάπη ρίχνει αλφάδι
απ’ τον ουρανό ως τον Άδη,
για να χτίσει στέρεο σπίτι,
με κηπούλι και φεγγίτη.
Η αγάπη ρίχνει αλφάδι
από τη γροθιά ως το χάδι,
για να σπάσει την ανία,
μ’ αλλαγές και ποικιλία.
Η αγάπη ρίχνει αλφάδι
στο χαϊνη, στο κοπάδι,
για να φέρει ισορροπία,
στ’ άτοπα και στα τοπία.
Η αγάπη ρίχνει αλφάδι
μ’ αστακό, με παξιμάδι.
Τα αντίθετα ενώνει,
τις αμάχες ξεθεώνει.
Η αγάπη ρίχνει αλφάδι
στο σωστό και στο ψεγάδι.
Φέρνει τ’ αποκάτω πάνω,
μια να βρίσκω, μια να χάνω.
Η αγάπη είναι ουσία
μ’ ακατάλυτη εξουσία.
Κι όσοι πόλεμο της κάνουν,
απ’ αγάπη θα πεθάνουν!
Evi_monografi

Η Ελεγεία του Μεταξιού




efi_oktovrios_2016Η ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Το μετάξι θέλει τάξη.
Στη μέση το κουκούλι,
αριστερά η ζωή, το Πριν,
δεξιά ο θάνατος, το Μετά.
Απ’ το αυγό στο σκουλήκι,
απ’ το σκουλήκι στο κουκούλι,
απ’ το κουκούλι στη χρυσαλλίδα,
απ’ τη χρυσαλλίδα στη λευκή πεταλούδα,
που καλείται και Νύμφη, και Ψυχή, και Ακμαίο,
ελευθερώνεται από το κουκούλι,
ζευγαρώνει, τεκνοποιεί
και πεθαίνει μέσα σε τρεις μέρες.
Προσφορά στο Μεγάλο Κύκλο
και στις κόρες του τις Σπείρες,
τις μεταξένιες ίνες,
τις πλασμένες από θαλπωρή και κίνδυνο.
Ποιά είναι η άξια για τα μετάξια;
Το κουκούλι μου με στενεύει.
Ξέρω πως όταν βγω έξω,
θα σ’ αγαπήσω,
θα γεννήσω μια καινούργια ζωή
και θα πεθάνω.
Αιώνες τώρα κουκουλωνόμουν για σένα,
τρεφόμουν στοχαστικά,
και ωρίμαζα με θόρυβο,
περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή
για το απόλυτο πέταγμα,
την κοροϊδευτική γκριμάτσα της ζωής
μπροστά στον αφέντη το θάνατο.
Πού είσαι Αγαπημένε;
Πέτα ψυχή μου σκουλήκι
και ψυχή μου κουκούλι
και ψυχή μου χρυσαλλίδα
και ψυχή μου πεταλούδα
προς τη στιγμή της αρπαχτής
που είναι και αιωνιότητα,
το αρχέτυπο ζευγάρι.
Ξετύλιξε το νήμα,
που η άκρη του βρίσκεται στο τέλος της προηγούμενης αρχής
και στην αρχή του επόμενου τέλους ταυτόχρονα.
Άγγιξε την ίνα τη μεταξωτή,
την στερεή, την κολλώδη, την απαστράπτουσα,
το σάλιο το ακριβό των σπλάχνων σου,
που είναι περίττωμα για λίπανση
και εξαίσιο ένδυμα για καλλωπισμό μαζί.
Γιατί και σκουλήκι εσύ θνητό
και ψυχή αθάνατη.
Δύο σε ένα είσαι εσύ
και το πέρασμα από το ένα στο άλλο σου μισό
ως την ένωση, ως το χωρισμό,
πάλι είσαι εσύ.
Κράτα με μεταξοκλωστή μου,
ώσπου να μ’ αφήσεις
και ξανά από την αρχή.
Βούτα με και ξαναβούτα με
στα ύδατα της Στυγός τα μαγικά,
μα κρατώντας με απ’ τη φτέρνα σφιχτά,
για να μη σου ξεφύγω και γίνω άτρωτος άνθρωπος.
Γιατί οι άτρωτοι είναι και ατρόμητοι.
Αλλά τι αξία έχει η ζωή χωρίς το φόβο του θανάτου;
Τι αξία έχει η καινούργια μέρα,
χωρίς τη νύχτα με τους δαίμονες,
και το γάργαρο ποτάμι του γέλιου
χωρίς την καταιγίδα των δακρύων;
Ακεραιότητα,
σε υμνούν οι κατακερματισμένοι,
γιατί μόνο αυτοί σε στερήθηκαν όπως σε αγάπησαν,
παράφορα,
παράφορα,
τρις παράφορα.
Μισό μου ολόκληρο,
σκοτεινή πλευρά της ολόφωτης Σελήνης,
βάγια μου εσύ και κουκούλι μου,
καβούκι της χελώνας
και χειμέριε ύπνε της αρκούδας,
όστρακο που κρατάς το μαργαριτάρι,
εχθρικές ορδές και αγγελικά μου τάγματα,
εδώ είμαι,
εγώ η πειθήνια αρραβωνιαστικιά,
εγώ και η νύφη που το ’σκασε,
εγώ και η μήτρα του εαυτού μου,
του γνωστού-αγνώστου,
του αενάως καταζητούμενου.
Εδώ είμαι,
Παρθένος
κι όμως από θαύμα ετοιμόγεννη
και Μήδεια.
Στα μαρμαρένια αλώνια,
στις παλαίστρες τις ολυμπιακές,
στους μινωικούς λαβυρίνθους,
ή στις λίμνες τελμάτων,
διαλέξετε που θα λογαριαστούμε.
Εμείς οι Διγενήδες και οι Χάροντες.
Με φόβο και με πάθος,
ως το ζενίθ κι ως το ναδίρ
Της Ύπαρξης.efi_krinoi







                      Οι πίνακες είναι της Έφης Κοκκινάκη.
Evi_monografi

Ψυχή και Έρωτας: αιώνια αγάπη




Ερως και Ψυχη Αγαλματιδια απο τερακοτα αρχες 1ου αι ΠΧ _ΑΡΧΑΙΟΛ_ΜΟΥΣΕΙΟ_ΠΕΛΛΑΣΖούσε κάποτε με τους γέροντες γονείς και τις δύο παντρεμένες αδερφές της, μια κοπέλα πεντάμορφη, προικισμένη μ’ όλες τις χάρες του ουρανού. Την έλεγαν Ψυχή κι όλη η πλάση τη θαύμαζε και την ποθούσε. Αλλά εκείνη γνώριζε βαθιά μέσα της πως το ταίρι της δεν μπορούσε παρά να είναι μοναδικό σαν και τον εαυτό της. Περίμενε, λοιπόν, με υπομονή και πίστη, τα σημάδια που θα τη βεβαίωναν ότι έφτασε η ώρα να ενωθεί με τον καλό της.
Η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, είδε μια μέρα την Ψυχή να περιποιείται το περιβόλι της. Ήταν πιο λευκή κι από τους κρίνους, πιο λυγερή απ’ τα μοσχομπίζελα, πιο ευωδιαστή από τα ρόδα, πιο θελκτική απ’ τους πανσέδες. Σα θάλασσα ανταριασμένη, η ζήλια κυρίευσε την καρδιά και το νου της. Αμέσως, κάλεσε κοντά της το γιο της τον Έρωτα και με διάφορες γαλιφιές και ψευτοκλάματα, του ζήτησε να κάνει – με τον τρόπο που μόνο εκείνος ήξερε – την Ψυχή να πονέσει.
300px-Gysis_Nikolaos_PsycheΓοργός σαν την αστραπή πέταξε ο Έρωτας κοντά της. Βιαζόταν να κάνει το χατίρι της μητέρας του, που υπεραγαπούσε. Μόλις όμως αντίκρισε την Ψυχή, μαγεύτηκε από την ομορφιά της και την αγάπησε παράφορα. Όταν αρνήθηκε να της κάνει κακό, η Αφροδίτη θύμωσε ακόμη περισσότερο. «Ποια είναι αυτή που κατάφερε να ξεμυαλίσει ακόμη και το γιο μου; Κανείς θνητός δεν γλίτωσε ποτέ απ’ τις σαϊτες του και να που τώρα έπεσε κι ο ίδιος θύμα τους…», συλλογιζόταν κι ο Όλυμπος δεν τη χωρούσε! Τα μάγουλά της αναψοκοκκίνιζαν και τα μάτια της σπιθοβολούσαν, καθώς βημάτιζε νευρικά στα ονειρικά παλάτια της και σκεφτόταν πως να εκδικηθεί την Ψυχή.
Μετά από λίγο καιρό, οι γονείς της Ψυχής έλαβαν χρησμό από το Μαντείο των Δελφών. Έλεγε ότι η Αφροδίτη είναι χολωμένη μαζί τους κι ότι για να την εξευμενίσουν, πρέπει να ντύσουν την Ψυχή με το καλύτερό της φόρεμα και να τη δέσουν σ’ έναν απόκρημνο βράχο, στην πιο κοντινή τους ακρογιαλιά. Από εκεί θα πήγαινε να την αρπάξει ένα τρομερό τέρας!
Οι γονείς της κόντεψαν να τρελαθούν από τον καημό τους, αλλά δεν τόλμησαν να αψηφήσουν την εντολή του θεού Απόλλωνα. Έτσι, η Ψυχή εγκαταλείφθηκε στην τύχη της. Αλλά μόλις σκοτείνιασε, ήρθε πλάι της ο Ζέφυρος, ο θεός του ομώνυμου ανέμου, και την ελευθέρωσε. Φυσώντας απαλά, την πήρε από το βράχο και τη μετέφερε σ’ ένα παλάτι φτιαγμένο ολόκληρο από χρυσό και φίλντισι. Πανώριες Νύμφες τη συντρόφευαν εκεί τις μέρες κι ένας άνδρας την επισκεπτόταν κάθε νύχτα. Αλλά ποτέ δεν την άφηνε να δει το πρόσωπό του και πάντα εξαφανιζόταν πριν τη ροδαλή αυγή.Michelangelo Palloni, fresco Sleeping Psyche, c. 1688, Wilanów Palace.
Οι γονείς της Ψυχής πέθαναν από τη λύπη τους κι οι αδερφές της ήταν απαρηγόρητες για το χαμό της. Αλλά κι εκείνης της έλειπαν και φλεγόταν από επιθυμία να τις ξαναδεί. Ζήτησε από τον άγνωστο άντρα που την επισκεπτόταν κάθε νύχτα, να τις ειδοποιήσει ότι ζει και να προσπαθήσει να τις φέρει κοντά της. Αλλά εκείνος της είπε ότι είναι καλύτερα να μην το κάνει. Τότε θυμήθηκε πόσο τη βοήθησε ο Ζέφυρος, όταν δεμένη στο βράχο περίμενε να παραδοθεί στο τέρας. Άνοιξε το παράθυρό της και τον παρακάλεσε με τρεμάμενη φωνή:
– «Ζέφυρε, άνεμε θεέ, που γυρίζεις όλον τον κόσμο και τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ τη ματιά της ανάσας σου, φέρε, σε παρακαλώ, τις αδερφές μου να τις δω. Άλλον άνθρωπο δικό μου δεν έχω στη ζωή…».
Ο Ζέφυρος τη συμπόνεσε και ικανοποίησε την επιθυμία της. Με γέλια και χαρές γιόρτασαν το σμίξιμό τους οι τρεις αδερφές. Αλλά όταν οι νεοφερμένες είδαν την ευμάρεια και τον πλούτο μέσα στον οποίο ζούσε η Ψυχή, φθόνησαν την αδερφή τους. Άρχισαν να τη συμβουλεύουν να σκοτώσει τον άγνωστο άντρα που ερχόταν τη νύχτα στην κάμαρά της.
– «Αυτός ο άντρας είναι σίγουρα το απαίσιο τέρας, στο οποίο σε παρέδωσαν οι γονείς μας με εντολή του θεού Απόλλωνα. Γι’ αυτό δεν σου φανερώνεται. Αλλά εσύ, Ψυχή, είσαι νέα και όμορφη, γιατί να ζεις σκλαβωμένη στις επιθυμίες του; Αν τον σκοτώσεις, θα μπορέσεις, ελεύθερη πλέον, να απολαύσεις τη ζωή που επιθυμείς…», της έλεγαν. Ώσπου στο τέλος την έπεισαν.John William Waterhouse-Psyche entering Cupid's house
Η Ψυχή αποφάσισε να σκοτώσει το τέρας, ενώ θα κοιμόταν. Την πιο σκοτεινή νύχτα του χειμώνα, πήρε ένα δίκοπο μαχαίρι κι έναν αναμμένο λύχνο και πλησίασε νυχοπατώντας τον άγνωστο άντρα στο κρεβάτι του. Είχε βάλει με το νου της να τον λαβώσει στην καρδιά. Αντικρίζοντάς τον όμως για πρώτη φορά στο φως, θαμπώθηκε από την ομορφιά του. Κι αντί να του καρφώσει το μαχαίρι, ένιωσε τη δική της καρδιά λαβωμένη βαθιά. Γιατί ο άγνωστος άντρας δεν ήταν το αποκρουστικό τέρας που πίστευε, αλλά ο ίδιος ο Έρωτας, ο γιος της θεάς Αφροδίτης, που την αγαπούσε μυστικά και προσπαθούσε να την προστατέψει από την οργή της μητέρας του.
Ρίγος κατέλαβε την Ψυχή και πέταξε γρήγορα το μαχαίρι πέρα. Από την ταραχή της, όμως, έγειρε πολύ το λυχνάρι που κρατούσε και δυο σταγόνες από το λάδι του έσταξαν στον γυμνό ώμο του αποκοιμισμένου Έρωτα. Ξύπνησε εκείνος κι αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί. Θυμωμένος με την πράξη της, πέταξε στη στιγμή μακριά της.
Η Ψυχή δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει την αγάπη της για τον Έρωτα. Για πολλά χρόνια περιπλανιόταν κλαίγοντας στη γη, αναζητώντας τον απεγνωσμένα. Κάποτε, μέσα στην απελπισία της, προσπάθησε να δώσει τέλος στα βάσανά της: έπεσε να πνιγεί σ’ ένα βαθύ ποτάμι. Αλλά ο θεός του ποταμού τη λυπήθηκε και μετριάζοντας την ορμή του, την έβγαλε σώα στην απέναντι όχθη. Εκεί συνάντησε το θεό Πάνα, που τη συμβούλεψε να προσπαθήσει με κάθε θυσία να ξανακερδίσει τον Έρωτα.eros_Louvro
– «Τι αξία έχει η ζωή, Ψυχή μου, αν δεν τη μοιραστείς με το ταίρι σου; Συνέχισε να ψάχνεις τον αγαπημένο σου, γιατί μόνο έτσι ίσως και να ξαναβρείς τον εαυτό σου…», της ψιθύρισε στ’ αυτί και χάθηκε στο πυκνό δάσος.
Αναθάρρησε η Ψυχή και συνέχισε την περιπλάνησή της. Ώσπου κάποτε έφτασε στα ανάκτορα της ίδιας της Αφροδίτης! Η δύστροπη θεά την έκανε σκλάβα της και της ανέθετε τις πιο δύσκολες και βαριές δουλειές. Εκείνη την υπάκουγε αδιαμαρτύρητα, χωρίς να ξέρει ότι ο Έρωτας ζούσε πλάι της και τη βοηθούσε, παραμένοντας σκόπιμα αόρατος!
Μια μέρα η Αφροδίτη της ανέθεσε να κατέβει στον ζοφερό Άδη και να ζητήσει από τη βασίλισσά του, τη θεά Περσεφόνη, ένα σταμνάκι με σπάνιο μύρο. Μετά από πολλές περιπέτειες και βάσανα, η Ψυχή έφερε εις πέρας την αποστολή της. Αλλά καθώς επέστρεφε στον Επάνω Κόσμο, τη νίκησε η περιέργεια και ξεβούλωσε το σταμνάκι, για να δει το περιεχόμενό του. Θανάσιμη μυρωδιά την έζωσε κι έχασε τις αισθήσεις της. Αλλά ο Έρωτας, που δεν την άφηνε στιγμή από τα μάτια του, έτρεξε πάλι χωρίς να της φανερωθεί και την έσωσε.
Με τα πολλά η Αφροδίτη μαλάκωσε και ο Δίας, ο πατέρας και αρχηγός των Θεών, αποφάσισε να ανταμείψει την Ψυχή για την υπομονή και την πίστη της στον αγαπημένο της. Αφού τους πάντρεψε, την έκανε κι εκείνη αθάνατη. Έτσι η Ψυχή έγινε η αιώνια σύντροφος του Έρωτα. Μπορείτε να τους θαυμάσετε σε διάφορα έργα τέχνης, όπου η Ψυχή απεικονίζεται ως πανέμορφη, συχνά φτερωτή κόρη, που άλλοτε κλαίει και υποφέρει εξαιτίας του Έρωτα κι άλλοτε παραδίδεται ευτυχισμένη στην αγκαλιά του…
cover-eros1. Έρως και Ψυχή, Αγαλματίδια από τερακότα, αρχές 1ου αιώνα π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας. 2. Νικολάου Γύζη, Ψυχή. 3. Michelangelo Palloni, fresco Sleeping Psyche, c. 1688, Wilanów Palace. 4. John William Waterhouse, Psyche entering Cupid’s house. 5. Έρως και Ψυχή, του Ιταλού γλύπτη Αντόνιο Κανόβα, Μουσείο του Λούβρου. 6. Διαβάστε το πανέμορφο βιβλίο “Έρως και Ψυχή” του Απουλήιοιυ σε απόδοση της εξαιρετικής κυρίας Ζωής Βαλάση, με τις ονειρικές εικόνες της Φωτεινής Στεφανίδη.

Evi_monografi

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

The Black Heart Procession - A Cry For Love αιμάτινος πανικός


αιμάτινος πανικός



Η κόλασή σου στα μάτια μου
λυτρώνει την όρασή μου
στα άδυτα των κειμηλίων σου -
ψήγματα ανεστραμμένης τρίαινας
με λιβάνια βροχοποιού
σε υποκλίσεις ακέφαλες
Να τρομάζουν τα χείλη σου
Να συσπάται η χορδή σου
Η βροντή των δαχτύλων σου
να τρομάζει στην ξαφνική μπόρα
της λατρείας μου
Αιμάτινος πανικός
σε απέθαντες εκφάνσεις
στις διαδρομές
των υπερβολών σου
στις γωνίες σου,
που διψούν οι οδοιπόροι σου
Τα εννέα κεφάλια μου
σε θηλάζουν άβυσσο
σε θέλουν άβυσσο,
να σε περνώ
χαρακωμένα μου πέλματα
μ' αρμύρα στα βάθη
Και να βρέχω "εμείς"
μέσα στο σκόπευτρο των χειλιών,
στο αχανές των δερμάτων μας,
στο στόμα του λύκου

που έσπασε τα δόντια του
όταν αντίκρισε
πως νύχτα δεν υπάρχει
Και πάντα Νύχτα
που με σκαλώνω
στους μαντρότοιχους
των θυρεών σου.
Ξέρεις,
στη θέση που με άφησες
υπάρχω ακόμη.
Με σφαλιστά παράθυρα
υπάρχω καθίσματα σε τάξη
ασύνταχτης φωνής
Να χτυπάει στους τοίχους η φωνή μου
με ανερμάτιστες σκάλες
του σολ σου ψιθύρου.
Στο κατάρτι του κάτεργού μου
ένα μινόρε πελάγη Εσύ._

King Crimson - Epitaph (Short Version)χιονισμένος σπαραγμός


χιονισμένος σπαραγμός


Κάθε που γεννιόμουν, οι κρότοι οι επιτάφιοι, τα γρατσουνίσματά τους, οι ακίδες τους, τα καρφιά τους, κι εκείνα τα δόντια τ' ατσάλινα, με τρυπούσαν ως το μεδούλι της ύπαρξης...τόσο, 
που σε κάθε μου φυγή, η αναπόφευκτη επιστροφή μου, με σάρκα και οστά αλυσίδες, ούρλιαζε αίμα, ξενύχτι και ξυραφιές - Έρωτας επικίνδυνα Ιερός στις σάρκες του παλιρροϊκού μυαλού μου. 
Να τρέμει επιθανάτια το ερπετό μου το αρμυρό, και να δονείται στις φλέβες μου, να σπάει στα χίλια τον τοκετό μου, να με γαζώνει - γύπας -, κι η ανάδυση των σαρκοβόρων να παραλύει τα τρένα των νεύρων μου - κατάδικος για θάνατο σαδιστικό.
Στον διαμελισμό μου και πάλι βροντώ. ..με θηλυκά "θέλω" απ' τα υπόγεια των επεισοδίων μου, που πλημμυρίζουν τα φαγωμένα μου σκαλοπάτια και σπάνε τα παράθυρά μου..να ξεπλύνουν τα δέρματα των φλόγιστρων εαυτών μου κι εσένα.
/ Οι ατέρμονοι ήχοι μας γεωμετρούνται γωνιακές επεμβάσεις ψηφιακής ανάλυσης στα πλουτώνια καπηλειά με έναν μεθύστακα Αχέροντα να βουλιάζει παράφωνα τις βάρκες μου στις οπές των φυλακών σου. /
...Και κάθε που γεννιέμαι αγριεύονται τα μαύρα μου νερά - ξεσκίζουν τον επιλόχειο θύλακα με σπάργανα του πεπρωμένου μου.  Κυριεύω το λώρο μου με τα ευαγγέλια των προσταγών μου, και μας ζυμώνω, ακούραστα βαγόνια Νύχτας σε ερωτικό παραλήρημα και σπασμούς βροχής, που νιφάδες γίνομαι στα καιόμενα σπλάχνα σου, στις φλεγόμενες σπηλιές σου, παραδομένη εκεί στην άγρια Σελήνη σου - σκοτεινούς ιστούς ουρλιαχτά σου.
Και κάθε που γεννιόμουν με έπινες χιονισμένο καπνό από τα βάθη των όντων μου, και αχανές εισέρχομαι απ' τους υγρούς μου πυρετούς στους κρατήρες των θησαυρών σου.
Καμάκι  η λάβα μου
διαρκώς επιστρέφει στις μυστικές ρίζες των τρελών μου.
Κάτω από το χείμαρρο των πήλινων σπαραγμών  μας
και όταν οι Ώρες μας οργιάζουν στην πυρά
μη ζητάς να σου πω γιατί πεθαίνω κι ανασταίνομαι.
Οι επικείμενοι οργασμοί -
- ανεμόσκαλες και νήματά μας
Κι ο λαβύρινθος σφυρίζει στον τοίχο μας,
στα μυστικά μας πάνοπλα με γυμνές Μαινάδες,
ξορκίζοντας τον σεισμό τον αρχέγονο
μ' ένα μήλο της κόλασης
κι ένα φιλί το Κέρας της Γνώσης. (αφιερωμένο)

..θα μπορούσε να είναι 27 του Οκτώβρη, μα χτυπά έξι του πρώτου χειμώνα, κι έξη μου θαλασσινή που ανέρχομαι._

Klaus Schulze. Valle de la luna. (Deep Forest) στα δέρματά μου τα τρένα σου


στα δέρματά μου τα τρένα σου















Είναι οι νύχτες μου μέγιστες ρωγμές κι εσύ κρουστά σιωπής στα στενά μου.
Τις μέρες που πονάνε οι νύχτες μου, πάλι σου μιλώ, σφυρίζουν οι σταθμοί μου κουρέλια και μη φοβηθείς -!-.  
/Ο σταθμάρχης μου ιερός από σαμανικό άνεμο μας τρέχει και στα δέρματά μου τα τρένα σκίζουν βοές ποταμών που δεν αντίκρισαν ποτέ τους το φως. /
Δεν ξυπνώ υπέργειος και μου λείπεις. Στα υπόγεια δειλινά που συναντούν τα θεριά μου, τα σαράντα μου μυστικά δαγκώνουν την αποκάλυψη της τροπής μου - να σημαδεύω τα μάτια μου με δηλητηριασμένα βέλη, τα εγώ μου ερπετικά που κρατούν τελετές στο γδαρμένο μου νου από  λίθινους αιώνες, με τις κραυγές αβύσσου στα χειλικά μου λάβαρα.
Σπαρμένα δόντια τα λάφυρα των τρένων μου που σάπισαν τους καιρούς μου και λείπεις. Οι μανιασμένοι μου θνητοί στις παραμορφωμένες πορείες, στα σάλια που κατάπινα με πύον και θειάφι, οι αξέχαστοι περαστικοί στο φιλί του κόλπου μου που έπνιγε τα σωθικά μου πλοία και, λείπεις  - λαγνειακές μου υπερβολές ανάποδης θεάς μου από τις σκεπές των τσιγγάνων.
Σφυρίζουν τσίγκο οι πόνοι μου τραγικά κορίτσια στα πατήματά μου μα, μη φοβηθείς-!-
΄Οταν δεν είσαι και στέκομαι, πήζουν οι πόνοι στη βάση μου και η σπονδυλική μου τινάσσεται κίτρινη σκόνη, να σέρνεται ουρά στα διαμελισμένα μου παιδιά, σε λεωφόρους εγκέλαδους μποτιλιαρισμένους ράμματα. Σκισμένο ράμμα από βοές μαύρου που οίδε το νερό και καρφώθηκε βέλος στο γέρμα της ρίζας μου.
Σου φωνάζω αρπίσματα λυρικά των εγκάτων μου και μου κλείνεις το μάτι - παράθυρο που έφτασε να καθρεφτίσει τα νύχια μου - κάτω απ' τη σάρκα μου μπλε του πελάγους.
Στο πέλαγος, που διψούσαν οι νεκροί μου, να σου πω, μου σφίγγουν τη μέση στη διάμεσο των παραφορών μου.
Σε θέλω και είσαι ένα απείραχτο όνειρο - βινύλιο του ουρανού μου - στο ταβάνι μου αστέρι, που μάγεψε τους μάγους μου στα στήθη των αμυχών μου.
Σε καλπάζω με επτά φτερά και μύρα φωτιάς σε συρμούς ανεπίστρεπτους στην επιστροφή μου των Ήλιων / δυο το χάραμα και το βράδυ δυο.
Να σου έχω το βράδυ ποτήρι το Βόσπορο με νότα "εμείς" σ' ανατολίτικα καπηλειά.
Στα πατάρια μου τα φεγγάρια σου μακρινή μου γνωστή ιαχή από σπάραγμα θεάς που γέννησε τα βουνά της στο σώμα μου.
Πονάω βαριά, να θυμηθείς,  στην καπνισμένη σελήνη από "θέλω" νηστικά. Στα ταξίδια, να σου πω, μιλάω εγγαστρίμυθους φύλακες και αμφίβιες σπηλιές και κροταλίζω οίστρους. Είναι που λιώνω το θρόμβο μου, την πέτρα που σπάω και γεννώ τα μυαλά μου στη σάρκα σου. Πάνω σου γεννάω τα σπλάχνα μου.
Είσαι, στην κεντρική εστία μου η φλόγα του ιερού μου κι ενώ μπλέκονται οι ράγες μας, το γάλα μου η μετάληψη  στη λάβα σου η ψυχή.
Πονάμε και σαλπάρουν ανεξέλεγκτα τα χέρια μας, η ελλειπτική του στόματός μας κυκλώνεται σάλπισμα μήλων - αγίων γνωστικών που φιλούν την επέλαση των αγρίων μας στο χώμα του παράδεισου.
Πονάμε μαζί._