Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Θα πεθάνω ένα πένθιμο - Κώστας Ουράνης

Θα πεθάνω ένα πένθιμο - Κώστας Ουράνης



Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι

μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.



Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.



Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».



Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.



Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».



Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.



Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.

Ιδανικός κι ανάξιος εραστής - Νίκος Καββαδίας

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής 
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, 
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, 
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. 

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ 
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, 
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, 
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία. 

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ, 
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει, 
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά: 
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει" 

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί 
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει, 
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, 
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει. 

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ 
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες, 
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ 
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο - Τάσος Λειβαδίτης

Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο - Τάσος Λειβαδίτης

Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.
Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ. Κι όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο, τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις… Ύστερα το σπίτι ερήμωσε, όλοι έφυγαν, κι οι νεκροί κι οι φίλοι κι η νεότητα – δρόμοι λησμονημένοι στο βάθος της νύχτας και στον κήπο τα δέντρα είχαν ακούσει τόσους λυγμούς που ανθίζαν μ’ έναν άλλο τρόπο, «να με θυμάσαι» έλεγε τα φθινοπωρινά βράδια μια κοριτσίστικη φωνή, γιατί πάντα στα παιδικά μας χρόνια υπάρχει ένα κορίτσι που λέγεται Μαρία. Κι άλλα πράγματα που δεν έγιναν ποτέ – όπως συμβαίνει στην πιο αληθινή ζωή μας.
Ήμουν τόσο μονάχος που όλα θα τελείωναν στην αιωνιότητα. Εν αμάξι πέρασε, το σπίτι τραντάχτηκε κι αχ πώς να σωθείς απ’ την πραγματικότητα όταν δεν είσαι πια παιδί, ενώ στο βάθος του διαδρόμου ήταν εκείνη η μυστική πόρτα που θα τη βρούμε όταν θα ‘χουν περάσει τα χρόνια, όπως στην άκρη των θλιμμένων ποιημάτων που εκβάλλουν οι ποταμοί ή όπως οι λεχώνες που επιστρέφουν απ’ το άπειρο προτιμώντας ένα μικρό κλάμα εδώ στη γη.
Και καμιά φορά πηγαίνω και στέκομαι εκεί που ήταν η παλιά στάση του τραμ, γιατί; μα αυτό σας ρωτώ κι εγώ – κι έζησα με μυστηριώδεις υποθέσεις όπως πάντα όταν δεν έχει τι να κάνει κανείς ή άλλαζα συνεχώς δρόμο για να μην καταλάβω που ακριβώς έσφαλα και τις νύχτες έπαιρνα τη βαλίτσα μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού; - με μια λέξη ο κόσμος  ήταν τόσο ξένος που προτιμούσα μια καλή μπυραρία ή να σαρώσω όλον τον ουρανό όπως σ’ ένα ναυάγιο ή ν’ ανεβώ σε μια καρέκλα και να κοιτάξω πράγματα για πάντα χαμένα – α, μόνος μου έκανα τη ζωή μου άθλια για να μοιάζει λίγο με πραγματική.
Στιγμές που δε σε φτάνει μια ζωή ν’ αναπολήσεις όσα έζησες – και τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ’ το παράθυρο μήπως και βρουν το δρόμο τους οι χαμένοι ταξιδιώτες, κι έζησα σε σπίτια που έμπαζαν από παντού για να θυμούνται οι επιλήσμονες, εξάλλου με τις διαρκείς αναβολές, όλο αύριο κι αύριο, έμεινα για πάντα δωδεκαετής. Πράγματα σκοτεινά που δεν θα εξηγηθούν παρά την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ’ εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ’ ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε κοίταξα τα άστρα, Θεέ μου, πώς έλαμπαν, και ξαφνικά δε μ’ ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, «όλο το άπειρο είναι δικό μας», είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου.
Κουβέντιαζα με τη μητέρα θυμάμαι όταν μπήκε το φθινόπωρο, ένα γραμματοκιβώτιο ήταν καρφωμένο στον τοίχο σαν ένα τρόπαιο λησμονιάς – ώσπου στο τέλος ενδίδεις, είναι λιγότερο κουραστικό, πένθη που θα μας οδηγούσαν στην τρέλα ή στο θάνατο κι άξαφνα ένα πρωί είδαμε ότι τα ‘χουμε ξεχάσει. Μόνο καμιά φορά ένα τραγούδι μακρινό τη νύχτα ή μια ακαθόριστη μυρουδιά ξυπνάει τ’ αλλοτινά – ποιος θα σε σώσει τότε…
Τελικά ήμουν πολύ φιλόδοξος για ν’ αρκεστώ μονάχα σε μια ζωή κι όπως όλοι οι ήρωες ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό – ω αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ’ αφήσω ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν.
Και κάποτε θα σας διηγηθώ για τη θεία Ρόζα που είχε μιαν άτυχη ιστορία ή μάλλον δεν είχε καμιά ιστορία. Απλώς μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει εν’ άστρο που έπεφτε – και γκρεμίστηκε απ’ τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια προχωράει και χάνεται
σε κήπους φανταστικούς

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Το Βαλς του Ορφέα - Orpheus Waltz

Δευτέρα, 21 Απριλίου 2014




Θα ‘ταν πιο καλά να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, λόγου χάρη, στις τέσσερις το απόγευμα, εγώ θ’ αρχίζω από τις τρεις να είμαι ευτυχισμένη. Όσο θα περνάει η ώρα, τόσο εγώ θα νιώθω και πιο ευτυχισμένη. Στις τέσσερις πια, δε θα μπορώ να καθίσω και θα τρώγομα˙ θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε και να ‘ναι, δε θα ξέρω ποτέ ποια ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα καλά της… Σ’ όλα χρειάζεται κάποια τελετή.

Ο μικρός πρίγκηπας




Coco De Mer - Butterfly

Στην εποχή της ξηρασίας


Πρέπει να γίνουμε ραβδοσκόποι,
αγρίμια
ή μισοί άνθρωποι μισοί ξωτικά,
νεραϊδογέννητα πλάσματα,
για να βρίσκουμε νερό στη ξηρασία.


Ύμνος για την γυναίκα...

Ύμνος για την γυναίκα...




Γυναίκα...
Ότι και να γράψω, θα είναι λίγο...
Πολλοί ζήλεψαν την δόξα της...
Κρυφοκοίταξαν την ζωή της...
Μελαγχόλησαν στον πόνο της...
Μπλέχτηκαν στα δίχτυα της ηδονής της...

Δεν είναι μια λέξη με επτά γράμματα...

Είναι ένας ολόκληρος αδιόρατος και απροσμέτρητος κόσμος....
Είναι η ανάσα της αεικίνητης ζωής...
Είναι το γλυκό αθρόο φιλί της...
Είναι το απαλό χάδι της...
Είναι το ερωτικό κάλεσμα της...
Είναι το αποκορύφωμα του έρωτα στα σατέν σεντόνια...
Είναι η χειμωνιάτικη λιακάδα...

Πως να περιγράψεις τι σημαίνει γυναίκα σε μια ψυχρή οθόνη ενός υπολογιστή...
Ποιά θάλασσα δεν ζητάει τον ουρανό της...
Ποιός βράχος δεν ζητάει το κύμα του...
Ποιά βροχή δεν ζητάει την σταγόνα της....
Ποιος άνδρας δεν ζητάει την γυναίκα...
Το χάδι της...
Το βλέμμα της...
Την αγκαλιά της...
Την αισθησιαρχία της...
Σαν σύζυγο, σαν μάνα, σαν ερωμένη, σαν φίλη...
Οπως και να είναι... πάνω από όλα είναι γυναίκα...
Και οι γυναίκες είναι σαν τα αστέρια...
Ο ουρανός είναι γεμάτος...
Ομως εσύ θέλεις, ποθείς, αγαπάς, λιώνεις... για ένα αστέρι μόνο...

Η ζωή δεν είναι φτιαγμένη από μεγάλα πράγματα...
Είναι φτιαγμένη από χαμόγελα, γλυκά φιλιά και χάδια... που σου γεμίζουν την καρδιά και σου στηρίζουν το κορμί με θάρρος, δύναμη, αγάπη και έρωτα...

Η γυναίκα έχει το φώς μέσα της...
Μπορεί και φέγγει προς τα έξω...
Ετσι καταφέρνει να μας οδηγήσει στο σκοτάδι....
Να μας χαρίσει την λάμψη, να μας καθοδηγήσει σωστά και να μπεί μέσα μας, την στιγμή που όλος ο υπόλοιπος κόσμος ίσως βγαίνει...

Και να την αγαπάς για πάντα...
Με μια αγάπη θεική...
Και να θυμάσαι...
Δεν αγαπάς μια γυναίκα επειδή είναι ωραία...
Είναι ωραία... επειδή την αγαπάς...
Ντόρια Βαλληνδρά vivanews.gr

Ο Κωστής Παλαμάς και οι ύμνοι του προς τη Γυναίκα!..

Ο Κωστής Παλαμάς και οι ύμνοι του προς τη Γυναίκα!..σακκετος


Ο Κωστής Παλαμάς και οι ύμνοι του προς τη Γυναίκα!..

«Ώ Πηνελόπη, αγρύπνησα, 'τί μου είχες γίνει ταίρι, / τη νύχτα ενός εξάμετρου μάς φώτιζε τ' αστέρι, / γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία! / Όσο δεν είταν τρομερό το τόξο σου, Oδυσσέα!»  (Από το «K' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω», Eρμής 2001)
ΤΟ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ κάποιος για τον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά, όπως θέλει να μιλήσει η ταπεινότητά μας, είναι σαν να θέλει να βάλει … αναμμένα κάρβουνα στο στόμα του! Και τούτο όχι από φοβία, άγνοια ή ατολμία, αλλά από ιερός δέος για την μεγάλη αυτή ποιητική μορφή, όπου κάθε στίχος αποτελεί αντικείμενο ειδικής μελέτης και διατριβής στα πανεπιστήμια! Ποιος ήταν, όμως, ο Κωστής Παλαμάς;
Επιγραμματικά θα λέγαμε πως ο Κωστής Παλαμάς είναι ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης. (Πάτρα 1859 - Αθήνα 1943). Καταγόταν από το Μεσολόγγι, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το 1875 πήγε για σπουδές στην Αθήνα, όπου αρχίζει να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε ημερολόγια της εποχής.
Οι πρώτες του ποιητικές συλλογές, είναι :"Τα τραγούδια της πατρίδος μου" (1886), "Ο ύμνος της Αθηνάς" (1889), "Τα μάτια της ψυχής μου" (1890), "Πατρίδες" (1895). Ακολουθούν σημαντικά έργα : "Ίαμβοι και Ανάπεστοι" (1897), "Ο Τάφος" (1898) "Η ασάλευτη ζωή" (1904), "Ο δωδεκάλογος του γύφτου (μεγάλο συνθετικό ποίημα)" (1907) , "Η φλογέρα του βασιλιά (επική σύνθεση σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο)" (1910). Το 1912 εξέδωσε δύο τόμους : "Οι καημοί της λιμνοθάλασσας" (1912), "Η πολιτεία και η μοναξιά" (1912), με την παραγωγή του που δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα.
Στην εποχή του υπήρξε ηγετική μορφή στο πνευματικό πεδίο, και η ποιητική αξία του Παλαμά είναι μεγάλη. Έγραψε λιγοστά διηγήματα, αλλά ιδιαίτερη σημασία έχει το μοναδικό θεατρικό του έργο "Τρισεύγενη". Έχει επίσης γράψει ένα πλήθος άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Αγωνίστηκε με συνέπεια για τη δημοτική γλώσσα. Το 1898 αναγνωρίστηκε από τους Έλληνες λογοτέχνες ως ο καλύτερος ποιητής της γενιάς του, ενώ το 1925 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών.
Γωγώ Γαρυφάλλου. Η Ελληνίδα καλλονή με την αστραφτερή ομορφιά. Ο Κωστής Παλαμάς εξύμνησε πολύ την γυναικεία ομορφιά, όπως ακριβώς και πολλοί άλλοι Έλληνες λογοτέχνες , ποιητές ή πεζογράφοι!...
Οι ύμνοι του Παλαμά για τη Γυναίκα!..
Για το «Αιώνιο Θηλυκό», τη Γυναίκα, και μάλιστα για την Ελληνίδα Γυναίκα, ο Κωστής Παλαμάς έχει αφιερώσει εκατοντάδες στίχους και δεκάδες στροφές. Θα σταχυολογήσουμε, σαν πρώτη δόση, ορισμένους εξ αυτών και θα λέγαμε ν’ αρχίσουμε με ένα ποίημα που φέρει τον τίτλο: «Ύμνος των Αιώνων», όπου στο πρόσωπο της Ελληνίδας προσωποποιείται η ίδια η Ελλάδα μας. Διαβάζουμε:
Ύμνος των Αιώνων
Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες·
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.

Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,
κ' η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,

Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,

Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
στ' όνομα που μας έρχεται στο στόμα
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα,

Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
κ' είναι σα σπλάχνα απ' το δικό σου το αίμα.

Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ' αιώνια,
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια! (1)

«Tο Διαμαντένιο του Όρθρου μου…» είναι άλλο ένα ποίημα, που μιλάει για την αγάπη προς τη γυναίκα. Ας το διαβάσουμε:
Tο διαμαντένιο του όρθρου μου πετράδι!
―Σ' αγαπώ με το πάθος που δεν ξέρει
παρά εσένα ουρανό κ' εσένανε άδη,
με το πάθος τυφλό του σφιχτοχέρη.
Σ' αγαπώ με τον ήλιο, με το αστέρι
που ολογλυκαίνει το πικρό αχνό βράδι,
και με του Γεναριού το καλοκαίρι,
μ' εσάς της μυγδαλιάς ολόανθοι κλάδοι.
Σ' αγαπώ με της άνοιξης τ' αηδόνια,
με τα ξερά τα φύλλα που χρυσάφι
στρώνουν ταπί στ' Άγιου Aντρεός το μήνα.
Σ' αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια
και με της αναγάλλιασης τα κρίνα.
M' όσα οι κούνιες κρατάν και μ' όσα οι τάφοι.(2)

Συνεχίζουμε με το ποίημα: «Πάει και το Λίγο Φως…», όπου μία στροφή του έχει ως εξής:
Πάει και το λίγο φως, δετός, άνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω.
Xέρι απλωμένο, λυτρωμός, ή χέρι που θα με συντρίψης,
σαρκική γλύκα μυστική, μόνο μ' εσέ αναπνέω,
δεν ξέρω ποιό σου τ' όνομα, σου δέομαι, μη μου λείψης. (3)

Περί αγάπης για τη γυναίκα ο λόγος. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο ποίημα: «Έρχομ' εγώ, φτάνω εγώ προς Eσένα!..»:
K' έτσι σε ημέραν ηλιόκαλην όπως
το βραδινό ξαφναπλώνουμε σκότος
κλείνοντας γύρω μας κάθε φεγγίτη
για να χαρούμ' εκεί απάνου στον τοίχο
κάποιους ριγμένους μ' έν' άλλο φως ήσκιους,
έτσι στο φως της ζωής μου ένα σκότος
έξαφν' απλώνω. Tης είπα της Nύχτας:
―Kλέφτρα, δεν τρέμω, να ψάξω 'σε στάσου.―
K' έκλεισα μέσα μου κάθε φεγγίτη
για να χαρώ ξανοιγμένον απάνου
στου μυστηρίου τον αγκρέμιστο τοίχο,
ω! τον ολόφωτον ήσκιον, Eσένα!

Kαι της καρδιάς: ―Ξερριζώσου, της είπα,
και της βουλής μου: ―Παράλυτη πέσε!
Σβύσου! Tης μνήμης, της γνώμης: Kοιμήσου!
Tη φαντασία την έπνιξα, σπρώχνω
κάθε χαρά στο γκρεμό, κάθε λύπη
τη μαχαιρώνω, κι ολάγρια μαδώντας
ποδοπατώ της αγάπης τα ρόδα.
K' έκραξα: ―Mάτια, κλειστήτε, και χείλη
μου, βουβαθήτε, κι αυτιά, μην ακούτε.
Kι όταν το είναι μου ολόγυμνον, άλλο,
ξένο και απ' όλα του γύρω και ολούθε
σαν από αέρα και σαν από λαύρα
το γοργοφύσημ' ακράτητο πήρε
προς τ' αξεδιάλυτου χάους το δρόμο,
είπα:
―Eσύ τώρα, εσύ τώρα, εσύ τώρα,
γίνε Kαρδιά, Φαντασία και Mνήμη,
δείξου Bουλή, γλυκοπρόσταξε Γνώμη,
κάψε με Λύπη, Xαρά φίλησέ με,
κλείσε μ' εσύ στην αγκάλη σου, αγάπη,
στόμα μου εσύ και ακοές μου και μάτια.
Kάμε μ' Eσύ, κλείσου μέσα μου Eγώ μου
και με του είναι μου σμίξου το είναι! (4)

Για την «Ανατολή», τον τίτλο του επόμενοι ποιήματος, ο Κωστής Παλαμάς, την οποία προσωποιεί κι αυτή στο πρόσωπο μιας μάνας γυναίκας:
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κ' είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.

Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κ' η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ―διαβάτης
μ' εσάς κ' εγώ.

Στο γιαλό που τού φυγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ' όνειρο του πελάου και τ' ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κ' έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,

όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σάς τυραννά

κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Kαι μια φυλή ζη μέσα σας και λυώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», αυτό το μεγάλο ποιητικό Έπος του Κωστή Παλαμά, έχει πολλά στοιχεία που εξυμνούν την γυναίκα. Ο ποιητής μας την θέλει και αυτή να βαδίζει αιώνια πάνω στο φλοιό της γης για να βρει το αιώνιο φως της γνώσης!.. (Στη φωτογραφία μας η απαστράπτουσα σε ομορφιά Ελληνίδα καλλιτέχνιδα, Γωγώ Γαρυφάλλου).
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου»
Στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, αυτό το Έπος του Κωστή Παλαμά, η γυναίκα έχει το δικό της ρόλο. Ας διαβάσουμε ορισμένους στίχους!

«Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής!
Στα μεστά στα νικηφόρα
στήθια σου ηύρα μοναχά
της γυναίκας την απάτη
και της σάρκας τη σκλαβιά,
κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη
κι έν' αρρωστημένο φως
και το λίγωμα που λιώνει
το κορμί του καθενός.
Μέσα μου κι αν να σαλεύει
άκουα κάτι σα φτερό,
με τ’ αντρίκεια σου τα χέρια
σύντριψες και το φτερό.
Ω που αγνάντια και μακριά μου
τα μεσάνυχτα μιλείς
προς τ' αστέρια, προς τα πάντα
γλώσσα προσταγής.
Κι όντας μες στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλείς με ερωτική,
ω γυναίκα, εσύ, σαν όλες,
ψεύτρα, σκλάβα! Ποια είσ’ εσύ;...»
…………………………………..

«Ξένος έμεινα κι ασκλάβωτος
από σέβας, δέηση, τάμα·
είμ’ εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα·
και μονάχα μιά φορά στην Πόλη μέσα
μ’ άγγιξε ιερή κι εμέ λαχτάρα·
και μου τήνε φύσηξες εσύ,
γύφτισσα γυναίκα ξεμαλλιάρα,
και το τρέξιμο σου το τρελό
μες στα τρίστρατα και μέσα στα καντούνια·
πίσω σου ούρλιασμα σκυλιών,
γύρω σου παιδιών πετροβολήματα,
κι όχλος και σου χτύπαε τα κουδούνια·
ποιά στιγμή να σ’ έσπειρε βλαστήμιας,
ποιάς οργής βάσταξ’ εσένα μήτρα,
σκύβαλο του κόσμου κι αποκόμματο,
πού είσαι η Σίβυλλα, απαρνήτρα;
Κι έκραζες βραχνά, - το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω,-
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»
………………………………………………..

«Κι ήρθανε κι οι καλαθοπλέχτες,
να κι οι αλογοπραματευτάδες·
πεταλωτήδες, ξυλοκόποι,
γύφτοι ξωμάχοι και σκαφτιάδες,
γύφτοι άνεργοι και δουλευτάδες,
κι όσοι θερίζουν το χρυσάφι,
και που ποτέ δεν το ποθήσαν,
κι όσοι αγναντεύουνε των άλλων
τα χαροκόπια και τις έγνοιες
και τα φιλιά και τις αμάχες,
και τον ιδρό του φαμελίτη
και τη ντροπή που της γυναίκας
τα δροσομάγουλα πυρώνει,
και τον καπνό που από το τζάκι
το σπιτικό γλιστράει και φεύγει,
την αρχοντιά, τη φτώχεια και όλα·
και τίποτε δεν τους ξαφνίζει,
κι όλα σαν όνειρα τα βλέπουν,
και κάθε νύχτα στα τσαντήρια,
γυρνούν, κι ειν' ίδιοι, πάντα είν' ίδιοι.
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν
το χάλκωμα και το καλάγι,
κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες,
κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους!
με τα πανάρχαια σύνεργά τους,
με τα διπλά τους φυσητήρια,
γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα
τα χίλια μύρια,
ξεσκαλιστάδες της φωτιάς,
κρατώντας την πάντ' αναμμένη
και σα να παίρνουν από κείνη
πάντα όση δύναμη τους μένει…»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


Από τα Άπαντα, E΄, Mπίρης χ.χ.
Από το K' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001
Από το K' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001
Από το K' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001

Αναρτήθηκε: 01/06/12 18:21

Η ΑΠΟΥΣΙΑ




                                           

          

             ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
     
                                    Ι



Οι έρωτες των ανθρώπων έχουν πάντα κάτι

από το μελαγχολικό φτερούγισμα των δειλινών

καθώς σβήνουν στις αποβάθρες των τραίνων ,

σαν δυο πουλιά που ναυάγησαν στην ίδια την σιωπή τους

αγναντεύοντας τα βαγόνια που έρχονται και φεύγουν,

αφήνοντας πίσω τους το τρικύμισμα της αγωνίας

για τους άγνωστους τόπους που απλώνονται στην διάβα τους,

αδύναμα να ξεφύγουν από τις ράγες του πεπρωμένου τους .




                                       ΙΙ


Οι έρωτες των ανθρώπων  έχουν πάντα κάτι
από την μουσική που κρύβει  μέσα της
μια τόση δα σταγόνα βροχούλας,
καθώς γλιστρά από τα φύλλα  στον κορμό
και από εκεί στις ρίζες   και στο χώμα
σαν μια ακροβάτισσα καταδικασμένη,
να κάνει, για μια μονάχα φορά
-ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ -
και ύστερα να χαθεί  καβάλα στην ράχη ενός   ξωτικού



                                         ΙΙΙ



Οι έρωτες των ανθρώπων έχουν πάντα  κάτι

από την μαγεία της έναστρης νύχτας

στο ακρογιάλι με τους ασημένιους αμμόλοφους ,

εκεί που ανταμώνουν το όνειρο με την πραγματικότητα

και παραδίνονται οι θαλασσινές κόρες τρυφερά

στο αγκάλιασμα της μελωδίας που έρχεται,

καλπάζοντας  ,από το σκοτεινό πηγάδι

όπου σβήνει και ανασταίνεται αιώνες τώρα το  φως

Βάσω   Μπρατάκη  

                                              
                                                                                                                  

Ο  ΕΡΩΤΑΣ  ΜΟΥ  ΓΙΑ  ΣΕΝΑ

 
Ο έρωτας μου για σένα
είναι  σαν ένα  ταξίδι   στις γειτονιές του Παραδείσου
με τους Πρωτόπλαστους να ονειρεύονται
κάτω από τις ασημένιες φυλλωσιές των άστρων ,
παραδομένοι στην αρμονία του σύμπαντος,
έχοντας για προσκέφαλο μιαν αγκαλιά από κρίνα
πριν χάσουν το λευκό    της  καρδιάς τους.

 
Ο έρωτας μου για σένα
είναι σαν την   μύηση μου  στα μυστικά  μονοπάτια  
της δημιουργίας  της ίδιας της ύπαρξης μου ,
όταν ρίγησε ο αγέρας  από  το φτεροκόπημα   των  ψυχών
που πάλευαν   πάνω από την ματωμένη    μήτρα της μάνας μου ,
αγωνιώντας  τα φτερά της ποια θα προλάβει να μου δώσει  
για να συνεχίσω το ταξίδι    της πάνω   στη  γη  .

 
Ο έρωτας  μου για σένα
έχει κάτι από  το   ξέφρενο   τραγούδι των Βακχών   
έτσι όπως   αναδυόταν    μέσα  από τα σκιερά δάση
με τις βελανιδιές και τις δρύες,
κρυφή μονιά    των ελαφιών και των Δρυάδων,   
τις νύχτες που καθρεφτιζόταν      το φως του ήλιου
στην ασημένια   ασπίδα της σελήνης  .

 
Ο έρωτας μου για σένα
είναι   το  ίδιο  το  κάλεσμα της ζωής
μέσα από το γλυκόλαλο τραγούδι   του   Ορφέα
στα σκοτεινιασμένα   παλάτια του ‘Αδη,
το τριανταφυλλένιο γελάκι   της Περσεφόνης
όταν ξυπνά   ο σπόρος της Άνοιξης  
κάτω από τα  πουπουλένια στρώματα  του χιονιά. 

 
Ο έρωτας μου για σένα
είναι  ότι ποιο όμορφο   έχω νιώσει  μέχρι τώρα!!!


Βάσω  Μπρατάκη    

                                   
                                                      


                                


Η  ΑΠΟΥΣΙΑ
Ήταν ένα απόγευμα σιωπής
όταν ο ψίθυρος της βροχής ρυθμικά
συνόδευε του χρόνου τα βήματα
και ήταν η καρδιά μου που έψαχνε
νοσταλγικά ροδοπέταλα φωτιάς
όταν το φθινόπωρο πορευόταν βιαστικά
μικρό αναμαλλιασμένο παιδί
με όλους τους αέρηδες στα μαλλιά
γλυκά να του σιγοτραγουδούν
φέρνοντας στην αγκαλιά
αρμαθιές από χρυσαφιά φύλλα..
Και ήταν η καρδιά μου
το φυλλαράκι που ντύθηκε τη φωτιά
και τρέμοντας φυλλορροούσε
στου δειλινού τα σκοτεινά δέντρα.
Ήταν ένα απόγευμα βροχής
όταν οι ώρες πορεύονταν βιαστικά
με τον βηματισμό αόρατων φαντάρων
προς τα εκεί που έσβηνε ο χρόνος,
και ήταν η θύμηση της αγάπης μας
το μελαγχολικό τραγούδι του βιολιστή
που έπαιζε κάτω από τη βροχή
όταν οι νότες της μουσικής
σαν πουλιά μού έφερναν από μακριά
τη μελαγχολία που έσταζε γκρίζο.
Και στον τοίχο της προσμονής
ένα γυμνό σκουριασμένο καρφί
που δήλωσε την απουσία σου
όταν οι τελευταίες στιγμές από φως
σαν πουλιά αποδημούσαν για πάντα
στην άλλη πλευρά του ήλιου.
Από την ποιητική συλλογή 
« ΝΥΧΤΑ   ΗΝΙΟΧΟΣ   »
Εκδόσεις   Γαβριηλίδη
Absence
It was a silent afternoon
When rain's whisper
Was rhythmically accompanying
Time's steps,
And it was my heart that
Was nostalgically digging into
The asses of remembrance
For the rose petals of fire
When autumn was marching hastily
Like a young child,
Dishevelled,
With all the winds in his hair
Sweetly singing
Bringing bunches of golden leaves
Into his arms.
And it was my heart
The little leaf that wore the fire
And vanished quivering
On the dark trees of dusk.
It was a rainy afternoon
When hours were marching hastily
At a gait of invisible soldiers
Towards time's fainting,
And the remembrance of our love
was the sad song of a violinist
That played under the rain
When the music notes
Like birds
Brought to me from far away
A melancholy,
Dripping with grey.
And on the wall of waiting
A naked rotten nail
Declaring your  absence
When the last lucid moments
were migrating forever
To the other side
Of the sun.
lyrics :Vaso Brataki
translated by Xaris Paraskevopoulou

Η ασήμαντη ιστορία μιας πεταλούδας που τη λέγανε Σιμόνα

Η ασήμαντη ιστορία μιας πεταλούδας που τη λέγανε Σιμόνα


Αν είχε ριζικό να γεννηθεί από 
άλλη μήτρα και σε διαφορετική πατρίδα, τούτη την εποχή θα φόραγε τζιν με αθλητικά και θα πήγαινε σχολείο. Θα είχε όνειρα για τη ζωή της και θα έκλαιγε μόνο για ανεκπλήρωτους έρωτες. Ακόμα κι αν δεν είχε πάρει το σώμα γυναίκας, θα ήταν σίγουρα μια πεταλούδα. Απ’ αυτές που ζουν λίγες μόνο ώρες πριν γίνουν χρυσόσκονη και σκορπιστούν στον αέρα. 

Θα είχε πολύχρωμα φτερά με μεταξένιες πτυχώσεις και θα ρούφαγε όση ζωή της αναλογούσε με πάθος έφηβης. Θα διάλεγε να βγει απ’ το κουκούλι της σ’ ένα δάσος με κέδρους, μια ηλιόλουστη μέρα στις αρχές ενός καλοκαιριού. Θα έκανε θεαματικά βολ–πλανέ ανάμεσα στις φυλλωσιές και θα ερωτευόταν ένα λεπιδόπτερο απ’ τις τροπικές ζώνες. Θα ζευγάρωνε μαζί του κι ας ήξερε πως δεν θα προλάβαινε να πετάξει ως τον τόπο ωοτοκίας της. Απλώς θα χτύπαγε δυνατά τα φτερά της, μέχρι να εξαντληθεί και να σβήσει στην ηδονή του ζευγαρώματος. Θα έφευγε, απαλοτρέμοντας πάνω στα χαμόκλαδα.

Πιθανόν να τη λέγανε Χρυσαλίδα. Στο κομοδίνο της θα υπήρχε μια βελούδινη κορνίζα με την οικογενειακή της φωτογραφία. Μία μαμά κι ένας μπαμπάς. Δεν θα πάλευε να τους δώσει υπόσταση, κάθε φορά που έβλεπε νυχτοπεταλούδες στο δωμάτιο ενός ορφανοτροφείου. Θα υπήρχαν μέσα της μνήμες που θα ένωναν σαν ασημένιες κλωστές, αυτή και το παρελθόν της. Τα ακροδάχτυλα των ποδιών της, δεν θα τα γδέρνανε οι σκουριασμένες απολήξεις ενός σιδερένιου κρεβατιού. Σ’ ένα λευκό δωμάτιο, με ορίζοντα ως τον απέναντι τοίχο και με στρατιές κρεβατιών κατά μήκος του διαδρόμου. Θα καμάρωνε που ψήλωνε τόσο γρήγορα και δεν θα το ένιωθε κατάρα και απειλή.

Αν τη λέγανε Χρυσαλίδα κι όχι Σιμόνα, δεν θα είχε πουληθεί σαν ανθρώπινο εμπόρευμα σε κάποιον ιδιοκτήτη επαρχιακού μπαρ. Σ’ ένα υγρό καταγώγιο ενός λιμανιού. Τα μαλλιά της θα είχαν το φυσικό τους χρώμα. Τις αποχρώσεις που παίρνει το κεχριμπάρι όταν θερμαίνεται. Δεν θα είχε υποχρεωθεί να τα βάψει ξανθά για να φαίνεται μεγαλύτερη και να μην κινεί τις υποψίες της τοπικής αστυνομίας. Θα είχε δικαίωμα να ερωτευτεί κάποιο μελαχρινό αγόρι που θα περπατούσε ανέμελα στο δρόμο.

Κάποια Σιμόνα που την φωνάζανε Χρυσαλίδα, ήρθε κρυμμένη σ’ ένα φορτηγό, μαζί με άλλα κομμάτια απ’ την Ρουμανία. Στριμωγμένη σαν σπυρί ροδιού, στο βρώμικο κέλυφος της καρότσας. Για να μην ενοχλεί στο ταξίδι, την υποχρέωσαν να καταπιεί υπνωτικά χάπια. "Είναι λίγο ζόρικη η μικρή, αλλά θα στρώσει!...", ήταν οι τελευταίες λέξεις που θυμάται απ’ το σημείο που έγινε το αλισβερίσι. Σ’ όλη τη διαδρομή ξέρναγε και κοιμόταν αποκαμωμένη.

Ο παραλήπτης, ένας δύσμορφος γέρος με κυρτωμένους ώμους και λιγδωμένα μαλλιά, ξεφόρτωσε το φρέσκο εμπόρευμα σε μια παγωμένη κωμόπολη του βορά. Ένας δρόμος ζωής προκαθορισμένος και καταδικασμένος στο έρεβος. Εγκλεισμός σε ξενοδοχείο, ξύλο για να μαλακώσει, προαγωγοί, πιάτσες, κουστουμάτοι παιδεραστές, έρωτας χωρίς λάστιχο, που αποφέρει περισσότερα, μεταπώληση, διαρκείς μετακινήσεις, ένας μαιευτήρας για τυχόν ανεπιθύμητες γκαστριές, ένας μπάτσος για να συγκαλύπτει και να παίρνει το μερτικό του και μια λερή κοινωνία που αγωνιά μόνο για τα καθαρόαιμα παιδιά της. Λες και η παιδικότητα είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα.

Στο δωμάτιο-φυλακή, έκανε τους λογαριασμούς της κι έκλεισε το ταμείο της ζωής της. Μόλις σουρούπωσε, βγήκε στο παράθυρο του πέμπτου ορόφου, στηρίχτηκε στους σάπιους μεντεσέδες κι ερωτεύτηκε ένα μελαχρινό αγόρι που διέσχιζε τη λεωφόρο. Του φώναξε απελπισμένη στη γλώσσα της "Θες να μ’ αγαπήσεις;". Την κοίταξε έκπληκτος και πλησίασε κάτω απ’ το παράθυρό της. Εκείνη, άνοιξε τα φτερά της κι όση ώρα αιωρούταν στο κενό, τα χτύπαγε δυνατά. Αν το αγόρι δεν είχε αποτραβηχτεί φοβισμένο, θα έπεφτε στην αγκαλιά του. Μπορεί και να την είχε αγαπήσει.

(Η ιστορία της Σιμόνας, είχε πάρει μέρος στο TEXNIS STORIES, στο Παιχνίδι Λέξεων της Φλώρας,τον Ιανουάριο του 2013. Η ιστορία είναι στη βάση της αληθινή και ολοένα γίνεται και πιο επίκαιρη. Την έβγαλα απ' το συρτάρι και τη μοιράζομαι μαζί σας -ελαφρώς τροποποιημένη- με την προτροπή να μην ξεχνάμε πως στον πολιτισμένο μας διάκοσμο, ανθεί το εμπόριο παιδιών και η παιδική εργασία. Γυρίζοντας το βλέμμα μας στο αίσχος, γινόμαστε δυνάμει συμμέτοχοι στο σύγχρονο αυτό δουλεμπόριο. Σας ευχαριστώ!)