Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Θα 'ρθεις μαζί μου !!!



Θα 'ρθεις μαζί μου !!!
***
Πόσα να γράψω να γευτείς
Στο στόμα σου τα χείλη
Ν' αγγίξεις να ονειρευτείς
Φιλί γλυκό το δείλι

Στου έρωτα τις γειτονιές
Να νοιώσεις τ άγγιγμα μου
Πόσα να γράψω μάτια μου
Που σκίζεται η καρδιά μου

Πόσα τα ποιήματα να πω
Τους στίχους τις στροφές μου
Τα ρίματα του σ αγαπώ
Τις χίλιες τις φορές μου

Ποια μουσική να ακουστεί
Να μοιάζει στην καρδιά μου
Που οδύρεται κάθε στιγμή
Να 'ρθεις λέει κοντά μου

Πόσα να γράψω ουρανέ
Να φτάσουν στο θεό μου
Σαν προσευχή μου να γραφτεί
Στον πόνο το δικό μου

Και σαν τον δουν οι άγγελοι
Να κλάψουν να δακρύσουν
Να τρέξουν να 'ρθουν να με βρουν
Να με παρηγορήσουν

Πόσα τραγούδια να σου πω
που γράψανε οι ανθρώποι
δεν μου γεμίζουν σ αγαπώ
δεν μείνανε άλλοι τρόποι

Μονάχα ένας μάτια μου
Ναι! να βρεθώ μπροστά σου
μες τη ματιά σου να κρυφτώ
ν αγγίξω την καρδιά σου

Κι αν δώσει η μοίρα και γραφτεί
στο χέρι μας γραμμή μας
πως θ ανταμώσουμε τα δυο
στο χρόνο της ζωής μας

Θα απλώσω όλη μάτια μου
την της καρδιάς μου αγάπη
να μπει μες την καρδούλα σου
να κλέψει όλο το δάκρυ

Μετά θ ανοίξω αγκαλιά
σαν ουρανός θα γίνω
και από το φως σου αστέρι μου
αιώνια θα πίνω

Θα πλέξω χέρια στα μαλλιά
τις νύχτες που κοιμάσαι
να σου χαϊδεύω την καρδιά
τον κόσμο μη φοβάσαι

Να σε κρατάω αγκαλιά
ήσυχη να κοιμάσαι
γλυκό μου αγκάθι στην καρδιά
αυτό να το θυμάσαι

*******************
Πως σ αγαπώ όσο μ αγαπάς
Γι' αυτό μη μου λυπάσαι !!

*******************

Αν ο παράδεισος είναι τόσο όμορφος
όσο το χαμόγελο σου ..
θα δώσω τα πάντα για να τον κερδίσω ..


*******************
Με ένα όρο
Θα 'ρθεις μαζί μου !!!***
16 Οκτ 2012
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Ποτέ πια μόνοι



Ποτέ πια μόνοι
***
Αν μου ζητήσουνε
τα μάτια σου εγώ
Να τα ξεχάσω
Να ξέρεις
Τα μάτια μου ψυχή μου
θα χαλάσω
Άλλη ματιά εγώ μη δω
Και τη γλυκιά σου τη ματιά
Τη λησμονήσω
Γιατί μετά
δε θα μπορώ ,
δεν θα μπορώ να ζήσω

Αν πια τον ήχο της φωνή σου
δεν ακούω
Πια στις αισθήσεις μου
ας μην είναι η ακοή μου
Να μείνει αιώνια στην ψυχή μου
Ο ψίθυρος σου αναπνοή μου

Αν πια τα χείλη σου δεν τρέμουν
Που θ ανταμώσουν τα δικά μου
Ας πέθαινα καρδιά μου
Να μείνει η γεύση σου εκεί
απ' το δικό σου το φιλί
στα χείλη μου κοντά μου

Αν οι εποχές μου δεν μπορούν
Ν ανθίσουν τ' άρωμα σου
Την άνοιξη μου αν μου πουν
Πως πια θα ζω μακριά σου
Να ξέρεις
Χειμώνας θα είναι οι εποχές
Ψυχή μου και καρδιά μου
Θα ναι πια νύχτες οι στιγμές
Νεκρή θα είναι η χαρά μου

Κι αν τύχη οι μοίρες και ζητούν
Να γράψουν στη ζωή μου
Πως του κορμιού σου η αφή
Μακριά απ' το κορμί μου
Κι αν τα δυο χέρια σου ξανά
Δεν μου χαρίσουν χάδι
Να μην αγγίξω έρωτα
Ξανά κανένα βράδυ

Στις πέντε αισθήσεις σου γυμνός
Ζωή μου κλίνω γόνυ
Κοντά μου να είσαι ουρανός
Να είναι μακριά μου οι πόνοι

Να είμαστε ένα εγώ κι εσύ
Ποτέ ξανά πια μόνοι
***
26 Ιούλ 2012
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Χτύπα καρδιά μου



Χτύπα καρδιά μου
***
Σταγόνες απ' τα χείλη σου
κρασί μου να κυλήσεις
Μες των χειλιών μου τη σχισμή
Τον πόθο να ποτίσεις

Αντάμα να είναι οι ματιές
Στο πάθος ανάμενες
Σε θέλω εγώ κι εσύ με θες
Οι πόρτες μας κλεισμένες

Εκεί στο πρώτο μας φιλί
Τα δάχτυλα πλεγμένα
Μες τα ξανθά σου τα μαλλιά
κι εσύ χάδι σε μένα

Να ψάχνω εγώ στο σώμα σου
Την ηδονή ν ανάψω
Κάθε της σκέψης φυλακή
Του πόνου να την κάψω

Μη βιάζεσαι αστέρι μου
δικός σου ο ουρανός μου
Τα κύτταρα μου η ψυχή
Κι ο κάθε στεναγμός μου

Αφέσου εκεί στο στόμα μου
Στα χείλη μου ζωή μου
Και γεύσου κάθε χρώμα μου
Με την αναπνοή μου

Και σαν βαρύνει ο έρωτας
Τη μέθη στην καρδιάς σου
Ψιθύρισε μου να κρυφτώ
Εκεί στ 'απόκρυφα σου

Εκεί το μέρος της καρδιάς
Κρασί μου να ποτίσω
Φιλί σε κάθε χτύπο της
Τη φλόγα σου να σβήσω

Αγκάλιασε με σφίξε με
Χτύπα καρδιά μου κι άλλο
Στη θάλασσα σου ρίξε με
Στο πάθος το μεγάλο

Ηρέμησε μη φοβηθείς
Του έρωτα τη μπόρα
Το χέρι κράτα μου μπορείς
Θαρρώ πως ήρθε η ώρα

Κάνε τα χείλη σου γραφή
Και στο κορμί μου γράψε
Στροφές από το ποίημα σου
Και κάθε ρίμα κάψε

Να μου χαρίσεις έρωτα
να με ξαναγεννήσεις
στου έρωτα τη μήτρα σου
σαν θα με φυλακίσεις

Καυτός ιδρώτας στο σατέν
τα δυο κορμιά λουσμένα
Θα ζωγραφίσει τη στιγμή
στο πάθος κερασμένα

Σε κάθε θε μου αναπνοή
η σάρκα σου σκιρτάει
σαν άτι άγριο λευκό
στα σύννεφα πετάει

Και σαν οι πέντε αισθήσεις μας
σαν μια ανταμώσουν
Και του έρωτα πια τα κλειδιά
για πάντα θα μας δώσουν

Εκεί στον έβδομο ουρανό
θα κοιμηθούμε φως μου
και θα 'χω θε μου αγκαλιά
την ομορφιά του κόσμου
***
30 Ιούλ 2012
***
Ποίηση:Γιάννης Παππάς

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Με λένε Πάθος... Με λένε Έρωτα..



alt

Περπατώντας στο ήσυχο στενό σοκάκι του πανέμορφου αυτού μεσαιωνικού πέτρινου χωριού - καστροχώρι το λένε, σαν από παραμύθι κάτι, οι σκέψεις μου ήταν μπερδεμένες...

Το τεράστιο φεγγάρι του Αυγούστου έλουζε με το φως του κάθε σπιθαμή στο διάβα του. Οι σκιές φεύγανε, διαδέχονταν η μια την άλλη, ίσως από το αλκοόλ που είχα στις φλέβες μου... Οι εικόνες περνούσαν μπροστά μου σαν φλας-μπακ από αισθηματική ταινία... Δεν είδα αυτή τη πέτρα που ήταν κάτω! Σκόνταψα! Συνήλθα μετά -δε ξέρω πόσο καιρό μου πήρε- και ήμουν αρκετά ζαλισμένος... Θυμήθηκα τον κρότο που έκανα καθώς το κορμί μου έπεφτε στο πέτρινο σοκάκι. Πιάνω το κεφάλι μου, είχε λίγο αίμα από το χτύπημα...

Ξαφνικά μπροστά μου βλέπω μία ανήλικη κοπέλα να με κοιτά με μάτια που έλαμπαν... Τρόμαξα από το βλέμμα της, αλλά σαν κάτι να με μαγνήτιζε σ' αυτή τη κοπέλα. Πήγα κοντά της και τη ρώτησα να μου πει τ' όνομα της, λες και κάποιος άλλος είχε βάλει τις λέξεις αυτές στο στόμα μου: « Με λένε Πάθος. », μου λέει και χωρίς να το πολυκαταλάβω σαν να έγινε όλη ένα τεράστιο φως. Και με μια κίνηση αστραπής στη κυριολεξία, αυτό το φως μπήκε μέσα μου... Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί... Το μόνο που ένιωθα ήταν την φωτεινότητα στο σώμα μου! Είχα την Πάθος μέσα στο κορμί μου κι άρχισα να τρέχω σαν τρελός... Μάλλον, με είχε κυριεύσει το πάθος...

Τελείως ξαφνικά, καθώς έτρεχα και φεύγοντας μακριά μέσα από το λαβύρινθο του καστροχωριού, βλέπω μπροστά μου μια λίμνη... Μια νέα γυναίκα, σαν άγγελος ήταν, κολυμπούσε γυμνή... Το κορμί της ήταν θεϊκό καθώς λουζόταν από το νυχτερινό φως του φεγγαριού! Πανσέληνος ήταν... Τα μαλλιά της ήταν μακριά, χρυσαφένια και έλαμπαν, τα χαρακτηριστικά της έντονα... Ααχχχ, πόσο την ήθελα κι έβγαλα έναν αναστεναγμό... Βγάζω τα ρούχα μου και χωρίς να το πολυσκεφτώ πέφτω στη λίμνη κολυμπώντας προς το μέρος της! Αμέσως πήγα κοντά της και τη ρώτησα παθιασμένα να μου πει τ' όνομα της, λες και κάποιος άλλος είχε βάλει τις λέξεις αυτές στο στόμα μου για δεύτερη φορά: « Με λένε Έρωτα. », μου λέει και με φιλάει τόσο ερωτικά όσο δε με είχαν φιλήσει ποτέ ξανά... Το φιλί της ήταν το καλύτερο που είχα νιώσει ποτέ! Ήταν σα να φιλούσα για πρώτη φορά... Το σώμα της τέλειο για τα μάτια μου... Ήταν σαν για πρώτη φορά να άγγιζα γυναικείο κορμί... Όλα ήταν σαν να γίνονταν για πρώτη φορά! Κάναμε έρωτα ασταμάτητα και ένιωθα να πετώ στα ουράνια. Όταν ξαφνικά όπως και με την ανήλικη κοπέλα την Πάθος, η Έρωτας έγινε μια τεράστια λάμψη που μπήκε κατευθείαν στην καρδιά μου κι άρχισε να χτυπάει σαν τρελή... Ξεκίνησα να κολυμπάω μανιασμένα, να μη ξέρω τι κάνω... Έκανα μακροβούτια, κολυμπούσα, κολυμπούσα... Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει... Άρχισα να κουράζομαι και ένιωσα τα πόδια μου βαριά... Μάλλον με είχε κεραυνοβολήσει ο έρωτας... Η λίμνη είχε αρχίσει να με καταπίνει...


Μετά από κάποια λεπτά - ώρες, μέρες, μήνες ή χρόνια άραγε;;;, δε ξέρω!!! - συνήλθα και βρήκα τον εαυτό μου ξεβρασμένο σε μια παραλία... Κάτω μακριά στον ορίζοντα έβλεπα τον ήλιο να ανατέλλει... Η παραλία αυτή έλαμπε, ήταν με βότσαλο, όχι πολύ ψιλό, και το αχνό φως του ήλιου την έκανε πολύ όμορφη, σαν ένα μαργαριτάρι που στόλιζε τη θάλασσα γύρω - γύρω... Ώωωωω, αυτή η θάλασσα... Ήταν να την πιεις στο ποτήρι, τα νερά της ήταν ήρεμα, καταγάλανα, η αίσθηση του νερού στα πόδια δροσερή... Η ωραιότερη θάλασσα που είχα δει ποτέ... Σαν να έβλεπα για πρώτη φορά θάλασσα στη ζωή μου ολάκερη... Ήταν ομολογουμένως, όλες οι αισθήσεις μου συμφωνούσαν σ' αυτό, το ομορφότερο μέρος στο οποίο είχα βρεθεί έως τώρα! Σαν να είχα γεννηθεί εκείνη τη στιγμή και ήμουν στον Παράδεισο...

Ήμουν έτοιμος να κολυμπήσω όταν με την άκρη του ματιού μου, βλέπω μια γυναίκα να παίζει ανέμελα στη παραλία φτιάχνοντας σπιτάκια με τα βότσαλα, σαν το καστροχώρι που είχα βρει την Πάθος - κάτι τέτοιο σα να μου θύμισε, και στην άκρη αυτών των σπιτιών έφτιαξε μια μικρή λιμνούλα φαίρνωντας νερό από τη θάλασσα - σα τη λίμνη που είχα βρει την Έρωτα... Τα μαλλιά της μακριά με όλων των λογιών τα χρώματα να τα στολίζουν, το δέρμα της φαινόταν απαλό, ενώ το φόρεμα που φορούσε λες και ήταν από όνειρο βγαλμένο: απλό κατάλευκο με κεντήματα στο μπούστο, στα μανίκια και στο κάτω μέρος του φορέματος της, με χρώματα του γαλάζιου της θάλασσας και του μπλε του ουρανού ολόγυρα να στολίζουν με τις κλωστές τους τα κεντήματα του... Τα στολίδια της απέριττα, με το ασήμι να στολίζει με τα χρώματα του το δέρμα της και τις αποχρώσεις του γαλάζιου να είναι διακοσμημένες οι πέτρες των κοσμημάτων της... Τα λεπτά μακριά της δάχτυλα να ανασηκώνουν τα πεσμένα της μαλλιά ενώ τα πόδια της να είναι γυμνά πάνω στα βότσαλα... Τα μάτια της να με κοιτούν με καλοσύνη...

Την πλησιάζω κι εκείνη προτού φτάσω εκεί και χωρίς να προλάβω να πω το παραμικρό, μου λέει πως με είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό! Φτάνοντας κοντά της είδα πως ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχα δει στο κόσμο, πολύ πιο όμορφη από την ανήλικη Πάθος που είχα γνωρίσει για μια στιγμή και λίγο πιο όμορφη από τη νέα γυναίκα την Έρωτα που είχα γνωρίσει λίγο αργότερα... αλήθεια για πόσο δε θυμάμαι... Ήταν ο ανατέλλων ήλιος, ήταν το λαμπερό φως, ήταν το γαλάζιο της θάλασσας και το μπλε του ουρανού, ήταν τα πάντα στα μάτια της, όλο της το βλέμμα άξιζε κάθε θυσία για χάρη της... Πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά κατάλαβα πως δε μπορούσα καθόλου να διακρίνω την ηλικία της. Αλλά όταν τα βλέμματα μας έφτασαν τόσο κοντά και μπορούσα με κάθε λεπτομέρεια να δω τα χαρακτηριστικά της, τότε κατάλαβα πως έμοιαζε με κάποια που είχα γνωρίσει στο παρελθόν... Ναι, ναι έμοιαζε με την Πάθος... Μα όταν την ξαναείδα ακόμα καλύτερα, είδα πως έμοιαζε και με την Έρωτα... Προς στιγμή ταράχτηκα!

Εκείνη διαβάζοντας τη σκέψη μου και καταλαβαίνοντας την αγωνία και την ανησυχία μου, μου είπε να μη ταράζομαι θα μου έλεγε όλη την αλήθεια! Για ποια αλήθεια άραγε μου μιλά, άρχισα να σκέφτομαι... «Η Πάθος» μου λέει «είμαι εγώ όταν ήμουν μικρούλα και λίγο αργότερα όταν ενηλικιώθηκα έγινα η Έρωτας που συνάντησες στη λίμνη.» Μου είπε επίσης να μην ανησυχώ δε της χρωστώ καμιά υποχρέωση επειδή μ' έσωσε από βέβαιο πνιγμό... Το μόνο που μου είπε ήταν πως μ' ευχαριστεί που την άφησα να μεγαλώσει, να γίνει δυνατή και έτσι να μπορέσει να με σώσει... Αλλιώς μικρή και ανήλικη, όπως ήταν Πάθος ή κι αργότερα άπειρη, όπως ήταν Έρωτας, δε θα τα είχε καταφέρει... Εξάλλου τώρα είχε τη Γνώση, τη Συνείδηση, όλου του κόσμου τα καλά Συναισθήματα, σύμμαχο της το Χρόνο και την Εμπιστοσύνη κερδίσει, για να το κάνει αυτό... Με ένα νεύμα του κεφαλιού μου συμφώνησα κι εγώ κοιτώντας μέσα στα μάτια της χωρίς να πω λέξη! Η Σιωπή είναι μαγεία πολλές φορές... Πόσο πολύ ένιωσα την Αλήθεια της μέσα μου! Ναι, ναι... τώρα πια ήταν και η δική μου Αλήθεια αυτή...

Πήγα κοντά και τη φίλησα, ακόμα τη φιλώ, πάντα την έχω στο μυαλό μου, στη καρδιά μου, στη σκέψη και τη ψυχή μου... Τ' όνομα της δε χρειάστηκε να το ρωτήσω... Μου το είχε πει με τα φιλιά της... Ναι, ήταν δίπλα μου, ήταν μέσα μου... Την έλεγαν Αγάπη πια...


ΑΠΟ seizeTHEday

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Ποιήματα για παράλληλη ανάγνωση με το ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ





  •   ΑΛ.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»  Απόσπασμα

Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια….

Η ποιητική  περιγραφή  του   Παπαδιαμάντη  υμνεί το γυναικείο σώμα με άμεση και συνεχή αναφορά στα  στοιχεία της φύσης τα οποία το προσδιορίζουν και το περιγράφουν.
 Τον ίδιο δρόμο διάλεξε και ο Γ. Ρίτσος
                             Γ.ΡΙΤΣΟΥ ,ΕΡΩΤΙΚΑ



Θέλω να περιγράψω το σώμα σου. Το σώμα σου είναι απέραντο. Το σώμα σου
είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ' ένα ποτήρι καθαρό νερό. Το σώμα σου
ένα άγριο δάσος με σαράντα μαύρους ξυλοκόπους. Το σώμα σου
βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος. Το σώμα σου
δυό νύχτες με καμπαναριά, με διάττοντες και μ' εκτροχιασμένα τραίνα.
. Το σώμα σου
. Το σώμα σου
είναι ένα ρόδινο μικρό κορίτσι· κάθεται κάτω απ' τη μηλιά και τρώει
μια φέτα φρέσκο ψωμί και μια κόκκινη αλατισμένη ντομάτα· κάθε τόσο
χώνει κ' ένα άνθος της μηλιάς στα στήθη της. Το σώμα σου
ένα τζιτζίκι στ' αυτί του τρυγητή ρίχνει μια σκιά μενεξελιά
στον μελαμψό λαιμό του
και τραγουδάει μονάχο του όσα δεν μπορούν να πουν όλα μαζί τα σταφύλια.
Το σώμα σου
είναι ένα ξάγναντο μεγάλο αλώνι στην κορφή του λόφου
. Το σώμα σου είναι απέραντο.
Το σώμα σου απερίγραπτο. Και θέλω να το περιγράψω,
να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου, να το χωρέσω και να με  χωρέσει.
Το μέλλον ανυποψίαστο
Παρόντες
μες στην πλήρη στιγμή
μες στην αιωνιότητα»


  •      Ο  Νικηφόρος Βρεττάκος υμνεί τη  μοναδική σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την αδιάσπαστη ενότητά τους . Αυτό δεν κάνει και ο Παπαδιαμάντης όταν βάζει το νεαρό βοσκόπουλο να καταθέτει την απέραντη αγάπη και ευτυχία του  για τον επίγειο παράδεισό του στο νησί;
 

Η ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ
Κάνε με αηδόνι Θεέ μου, πάρε μου όλες
τις λέξεις κι άφησέ μου τη φωτιά,
τη λαχτάρα, το πάθος, την αγάπη,
να τραγουδώ έτσι απλά, όπως τραγουδούσαν
οι γρύλοι μια φορά κι αντιλαλούσε
η Πλούμιτσα τη νύχτα. Όπως η βρύση
του Πουλιού μες στη φτέρη. Να γιομίζω
με το μουμούρισμά μου τη μεγάλη
κυψέλη τ' ουρανού. Να θησαυρίζω
τα νερά των βροχών και τις ανταύγειες
απ' το θαύμα του κόσμου. Να μ' απλώνουν
τις φούχτες τους οι άνθρωποι κι ένας ένας
να προσπερνούν. Κι αδιάκοπα να ρέω
τη ζωή, την ελπίδα, τη λάμψη του ήλιου,
του ηλιογέρματος το γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στα όρη, τη χαρά,
τα χρώματα να ρέω του ουράνιου τόξου
και τη βροχούλα της αστροφεγγιάς.
Ω τι καλά που 'ναι σ' αυτόν τον κόσμο!


  •     Ο Πάμπλο Νερούντα  υμνεί τον έρωτα για την αγαπημένη, έναν έρωτα εξιδανικευμένο, ονειρικό, ζωγραφισμένο στον πιο κατάλληλο ποιητικό χώρο: αυτόν της θάλασσας που στην απεραντοσύνη της μαγείας της δημιουργεί τη ρευστότητα του ονειρικού έρωτα που μας θυμίζει το Όνειρο στο κύμα…

 
Νύχτα στο νησί

Ολονυχτίς κοιμήθηκα κοντά σου
δίπλα στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν ατίθαση και τρυφερή ανάμεσα στη χαρά και στο όνειρο,
ανάμεσα στο νερό και στη φωτιά.

Μπορεί αργότερα να ‘σμίξαν τα όνειρά μας
στα ύψη ή στα βάθη,
πάνω σαν κλωνιά που σάλευαν στον ίδιον άνεμο,
κάτω σαν κοκκινόριζες που αγγίζονταν.

Μπορεί το όνειρό σου
απ’ το δικό μου να ξεμάκρυνε
και στο μουντό το πέλαγος
να μ’ έψαχνε
σαν τότε,
που ακόμα δεν υπήρχες,
τότε που αρμένιζα στο πλάι σου
δίχως να σε θωρώ,
και γύρευαν τα μάτια σου
αυτά που τώρα
τα χέρια σου γιομίζω
-ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό –
γιατί είσαι εσύ το κύπελλο
που πρόσμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα κοντά σου
ολονυχτίς ενώ
η σκούρα γη γύριζε
με ζωντανούς κι αποθαμένους,
κι άξαφνα ξυπνώντας
μες στο σκοτάδι
το μπράτσο μου τη μέση σου αγκαλιάζει.
Μήτε τη νύχτα, μήτε το όνειρο
θα μας χωρίσουν πια.

Κοιμήθηκα κοντά σου
και στο ξύπνημα, το στόμα σου
ήρθε απ’ το όνειρό σου,
και μου ‘φερε τη γεύση απ’ τη γη,
απ’ το θαλασσονέρι, τα φύκια,
απ’ της ζωής τα βάθη,
και δέχτηκα το φίλημά σου
βρεγμένο από τη χαραυγή
λες και βγήκε
απ’ το πέλαγος που μας κυκλώνει


 
OI EIKONEΣ: oneiractive.pblogs.gr/ glykia-zoi.pblogs.gr






Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Πρόσωπο που έσβησαν οι γραμμές του από τον ορίζοντα των βλεμμάτων.






Ένα χέρι. Να ένα χέρι μόνο του που χαϊδεύει ένα μάτι. Ένα μάτι μόνο του που βλέπει ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο μόνο του στραμμένο στο χέρι. Στο χέρι που χαϊδεύει το μάτι. Ένα άλλο μάτι πίσω από το άλλο χέρι. Το άλλο χέρι χαϊδεύει ένα άλλο μάτι. Το κρατάει στο ίδιο ύψος με το άλλο χέρι που κρατάει το άλλο μάτι. Δυο χέρια που καλύπτουν τα μάτια. Που καλύπτουν το πρόσωπο. Πρόσωπο που θέλει να χαθεί να μην είναι εκεί. Πρόσωπο που προσπαθεί να σβήσει τις γραμμές του από τον ορίζοντα των βλεμμάτων.

Μια ρωγμή, μια ρωγμή στο ένα χέρι αφήνει να στάξει ένα δάκρυ. Ένα δάκρυ που στάζει, γίνεται λίμνη, μια λίμνη που το άλλο μάτι δεν βλέπει γιατί το κρύβει το άλλο χέρι. Μια λίμνη οριζόντια που το πρόσωπο βουτάει επάνω της. Μέσα της προσπαθεί να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του. Πρόσωπο που προσπαθεί να σβήσει τις γραμμές του από τον ορίζοντα των βλεμμάτων.

Ξαφνικά άλλα χέρια ορμάνε πάνω στα μάτια, ξένα χέρια που φυτρώνουν στο κενό, που κουνάνε τα δάκτυλα υποστηρίχτηκα και μετά μάτια, μάτια που φτερουγίζουν από τις παλάμες, κοιτάνε τα κρυμμένα μάτια Εκείνα δεν θέλουν να τα δουν. Μένουν κρυμμένα πίσω από τα χέρια. Χέρια χαϊδεύουν τα χέρια διότι θέλουν να δουν τα μάτια. Και το πρόσωπο με τις θολές γραμμές μεταφέρεται και αυτό. Πρόσωπο που προσπαθεί να σβήσει τις γραμμές του από τον ορίζοντα των βλεμμάτων.

Και να το στόμα του δεν είναι μόνο του που δεν είναι ένα, είναι πολλά στόματα σε ένα. Και να τα στόματα. Στόματα που ανοίγονται κάτω από τα μάτια. Στόματα που ουρλιάζουν χωρίς ήχο. Που τεντώνονται ανοιχτά με δόντια εκτεθειμένα στα κενά βλέμματα. Που είναι κρυμμένα πίσω από παλάμες. Που ανεβαίνουν την ακινησία του δρόμου. Όλα μια συνοδεία προχωράνε ακίνητα στο χρόνο, ακίνητα στο χώρο , ακίνητα στην προσπάθεια να μην δουν αυτό που περιμένει στην άκρη της μητρικής λίμνης των δακρύων. Να μην δουν το πρόσωπο που προσπαθεί να σβήσει τις γραμμές του από τον ορίζοντα των βλεμμάτων.

Κανένα χάδι δεν μπορεί να ημερέψει το μάτι, κανένα χάδι δεν μπορεί να ημερέψει το στόμα. Μένει έτσι ανοιχτό να ουρλιάζει χωρίς ήχο, με μια φωνή που πέτρωσε και έμεινε ακίνητη, ακούνητη ανάμεσα σε αυτό και το κόσμο. Πάνω σε αυτή στηρίζονται τα χέρια που κρύβουν τα μάτια, που κρύβουν το πρόσωπο και μόνο το χρυσό ρυάκι των μητρικών δακρύων θα λαμπυρίζει για πάντα μέσα στο σκοτάδι που κατεβαίνει από πάνω του, για μην δουν το πρόσωπο που προσπαθεί να σβήσει τις γραμμές του από τον ορίζοντα των βλεμμάτων.

Στο Σπύρο που έφυγε μια τελευταία τετάρτη του Μαΐου νομίζοντας πως είχε πάρει το δρόμο προς την ζωή ενώ είχε πάρει το δρόμο του θανάτου

Πίνακας: Francis Macon

Αναλλοίωτη υπόσταση κράτησε μας !!


Αναλλοίωτη υπόσταση
κράτησε μας !!

Ποιος μηχανοκίνητος άμορφος όγκος
το μυαλό μας ποδοπατά
σε περιστροφικές κινήσεις
δοσμένος,
απόβρασμα πολιτισμικής περιοχής
με συνοριακούς σταθμούς
εξοπλισμένους
ως τα δόντια;

Άγρυπνος χάλκινος θόρυβος
μας πιάνει και μας αφήνει
και όλες οι σαλταδόρισες γκριμάτσες
μέσα από τα παγκόσμια γραφεία τους,
χασκογελάν ετοιμάζοντας
τα δηλητήρια του μέλλοντος

Εμπρός στον πολεμοχαρή εχθρό
μείναμε οι μόνοι
μόνοι φορείς σπέρματος
σε παγκόσμια κλίμακα.

Ανάσα ενάντια στην καθιερωμένη ανάσα
με εσένα τραβάμε
στις παγωμένες περιοχές
του σωματικού είναι του κόσμου.

Μην κουραστείς μπροστά
στους ασπρογυακάδες ψεύτες
μπροστά στους κλειστοφοβικούς ενήλικες
που σέρνονται μέσα μας.

Μην φοβηθείς
από αυτά που λέγαμε τόσο καιρό,
Μείνε εδώ
Μείνε εδώ.

Κράτησε μας ζωντανούς
πάνω στους παγκόσμιους
ανάγλυφους χάρτες
που σκόρπισαν το κορμί μας
προσπαθώντας να το εξαφανίσουν
με χίλιους δυο τρόπους.

Κράτησε μας
σε ζεστό ζωοφόρο αγκάλιασμα
με την αλήθεια
που υπήρχε στο περιεχόμενο του
πριν γνωρίσει
την αλητεία του κόσμου.

Εκείνο,
το ζωοφόρο αγκάλιασμα
άναψε φωτιές,
πολλές φωτιές,
εστίες πληροφόρησης -πράξης
που κανείς δεν μπορεί
να τις σβήσει.

Αναλλοίωτη υπόσταση
που μέσα μας επαναστατείς
με χίλιους δυο τρόπους,
τόσα χρόνια τώρα.

Κράτησε μας!
Κράτησε μας!

Μετέωρο βήμα




Μετέωρο βήμα
πάνω στα σύννεφα.
Απόντες και παρόντες
στην αντεστραμμένη περιφέρεια
του πεδίου ορατότητας.
Περπατάω
βλέποντας την αντανάκλαση του εαυτού μου
στο διάφανο τίποτα
που δέχεται τον βηματισμό μου.

 πινακας:
 http://www.bing.com/images/search?q=symbolisme&FORM=HDRSC2#view=detail&id=E45BD060A3AD98731A4E514114035907EC0D5461&selectedIndex=20

Στο πάγκο του σφαγείου


Απομεσήμερο,
γυμνά κορμιά απλωμένα στο πάγκο του παγκόσμιου σφαγείου
Πελάτες βιαστικοί με εξεταστικό βλέμμα,
τους μυς περιεργάζονται και τις πατούσες,
που είναι σε τιμές ευκαιρίας.
Ο υπερπόντιος μαγαζάτορας κουβαλάει όλο και περισσότερο εμπόρευμα.
Αφήνει κορμιά που αστραποβολούν από καθαριότητα,
στις οθόνες της συνείδησης
Στήθη λαχταριστά έτοιμα 
να μοστράρουν στην ευημερία κάθε γραφείου, κάθε επιχείρησης
Αντρικά κουστούμια λεηλατημένα που κρεμόταν
από τα λόγια και τα χαμόγελα του κοινωνικού επιβήτορα
Στις οθόνες, καλοβαλμένοι μαστροποί, εκθέτουν το πρόσωπό τους
σαν πρότυπο πετυχημένου έμπορα ψυχών.
Κάνουν λογαριασμούς, τεμαχίζοντας υπάρξεις,
πετώντας τες στο πάγκο του παγκόσμιου σφαγείου,
μπροστά στα τρομαγμένα πρόσωπα των πελατών ζωής.
Λάμπρος Κερεντζής
πίνακας: 
http://www.galerie-creation.com/tableau-masculin-personnages-peinture-lhuile-resistance-p-5083.html

Η ταχύτητα της ακινησίας

Η ταχύτητα της ακινησίας

Οι σκαμμένοι δρόμοι
είναι οι κοιλάδες του μέλλοντος
στην άκρη του γερασμένου μου μυαλού.
Οι ανυπόμονοι εργάτες της καθημερινότητας
ουρλιάζουν τον πόνο τους στα φανάρια.
Πολύ δύσκολα
να ξεφύγουμε από την ταχύτητα της ακινησίας.
Πάνω στην γυαλιστερή επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς
καθρεφτίζεται η σκουριασμένη πλατφόρμα των επιλογών
Στα πεζοδρόμια
ανθρώπινα βλέμματα σέρνουν
τα κουρέλια της παιδική τους ηλικίας.
Πνιγμένες φωνές
ρυθμίζουν την κυκλοφορίας,
στον ρυθμό της υποταγής.
Χωρίς έμπνευση,
αφημένος μέσα στο χειμώνα
που παγώνει τις ψυχές στις άκρες των δωματίων.
Κρεμασμένα στο τοίχο
πορτρέτα εκλιπόντων,
ρούχα που λιώνουν
και αγωνίζονται ενάντια στην λήθη,
βιβλία
και κρεμάστες ονείρων,
που με προσέχουν,
που με παρατηρούν. 

Κερντζής Λάμπρος
πίνακας:  http://www.perrotin-peintures.fr/

«Ελεύθερη ένωση»







Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων
μικρότερου μεγέθους
Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη
Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου
Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής
γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Κι άχνας στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα
Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού
Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και
καρπών οξιάς
Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού
Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών
Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος
Και μίγματος σταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού
Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας
Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων
Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν
Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού
Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας
Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Με στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια
Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ’ τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται
Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό
Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα
Με πλάτη υδραργύρου
Με πλάτη φωτός
Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης
Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου
Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας
Και με μίσχους φτερών άσπρου παγωνιού
Και ζυγαριάς ανευαίσθητης
Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθόρυγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα
Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ
Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς
 

Αντρέ Μπρετόν

Μτφ. Νάνος Βαλαωρίτης, στον τόμο: Δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού (επιμ.
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1980, σσ. 278-280.

πηγή: http://dimartblog.com/2013/02/19/andre-breton-1896-1966/

κολλαζ:  676 × 800 - visiblepoetry.blogspot.com